Μεταστροφές από την ειδωλολατρεία (Ινδουϊσμό, Βουδισμό κλπ.) στην Ορθοδοξία - Greek Flowers of Orthodoxy 22

 https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com

The Flowers of Orthodoxy

Ορθοδοξία








Μεταστροφές από την ειδωλολατρεία (Ινδουϊσμό, κλπ.) στην Ορθοδοξία


Greek Flowers of Orthodoxy 22


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ 


https://greekflowersoforthodoxy1.blogspot.com
 - Συναξαριστής Κελτών Αγίων και Πάντων των Αγίων
https://greekflowersoforthodoxy2.blogspot.com - Θεία Εξομολόγηση
https://greekflowersoforthodoxy3.blogspot.com - Μεταστροφές στην Ορθόδοξη Πίστη και ζωή
https://greekflowersoforthodoxy4.blogspot.com - Μεταστροφές στην Ορθόδοξη Πίστη και ζωή
https://greekflowersoforthodoxy5.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy7.blogspot.com - Ιρλανδικές & Βρεταννικές Κελτικές Προσευχές 
https://greekflowersoforthodoxy8.blogspot.com - Ποιήματα προς τους Κέλτες Αγίους & προς τους Αγίους Πάντες
https://greekflowersoforthodoxy9.blogspot.com - Η Ορθοδοξία μέσα από την Αγία Γραφή
https://greekflowersoforthodoxy12.blogspot.com - Η σκοτεινή πλευρά της Νέας Εποχής (Yoga κλπ.)
https://greekflowersoforthodoxy13.blogspot.com - Η σκοτεινή πλευρά της Νέας Εποχής (Yoga κλπ.)
https://greekflowersoforthodoxy14.blogspot.com - Ποιήματα haiku & άλλα...
https://greekflowersoforthodoxy15.blogspot.com - Ποιήματα προς τους Κέλτες Αγίους & προς τους Αγίους Πάντες
https://greekflowersoforthodoxy16.blogspot.com - Ορθόδοξη Ιρλανδία
https://greekflowersoforthodoxy17.blogspot.com - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy18.blogspot.com - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy19.blogspot.com - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy20.blogspot.com - Μεταστροφές από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy21.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy22.blogspot.com - Μεταστροφές από την ειδωλολατρεία (Ινδουϊσμό, κλπ.) στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy23.blogspot.com - Ποιήματα haiku & άλλα...
https://greekflowersoforthodoxy24.blogspot.com - Συναξαριστής Κελτών Αγίων και Πάντων των Αγίων


<>



Η μεταστροφή ενός Αυστραλού από τον Ινδουϊσμό στην Ορθοδοξία με την βοήθεια της Αγίας Γαβριηλίας Παπαγιάννη ιεραπόστολο της Ινδίας (+1992)

Διηγείται η Ἅγία Γαβριηλία Παπαγιάννη (+1992), ιεραπόστολος στην Ινδία: 

«Μιά φορά, στήν Ἰνδία, ἦταν ἕνας πολύ μεγάλος “Δάσκαλος”, ἀπ᾽ αὐτούς πού λένε guru (Ἐγώ τότε ἐργαζόμουν στό μικρό Νοσοκομεῖο πού ἀνῆκε στό Αshram του (: τή Μονή του)). Μιά μέρα λοιπόν, ἦρθε ἕνα νέος 26 χρονῶν ἀπό τήν Αὐστραλία, πολύ χαριτωμένος, φέρνοντας μαζί του ἕνα μεγάλο κιβώτιο. Παρουσιάσθηκε ἐκεῖ πού ἦταν ὁ μεγάλος αὐτός Δάσκαλος καί εἶχε γύρω του κόσμο πού τόν ἄκουγε νά μιλᾶ... Ὅταν μπῆκε αὐτός ὁ νέος, ἦταν κατακόκκινος ἀπό τή χαρά καί τή συγκίνησί του. Κοίταζε τό Δάσκαλο, ὅπως κοιτάζουμε, τί νά σᾶς πῶ, μιάν εἰκόνα Ἁγίου! Ἀφοῦ λοιπόν ὁ “Δάσκαλος” τόν κοίταξε καλά-καλά, τοῦ λέει: “Ὥστε ἐσύ εἶσαι πού ἦρθες ἀπό τήν Αὐστραλία; Τί μᾶς ἔφερες;”. Αὐτός ὁ καημένος ἀπό τή συγκίνησί του δέν μποροῦσε νά μιλήση. Κι ὁ ἄλλος νά ἐπιμένη: “Μᾶς ἔφερες μπανάνες; Μᾶς ἔφερες φροῦτα; Μᾶς ἔφερες γλυκά; Τί μᾶς ἔφερες;”... Ἀρχίζει τό δύστυχο τό παιδί νά ἀνοίγη τό κιβώτιο. Καί βγάζει χαρτιά, καί δεύτερα χαρτιά, καί τρίτα χαρτιά... “Ἐ, δεῖξε μας πιά τί θά μᾶς χαρίσης;”. Στό τέλος ἔβγαλε ταινίες καί τό μαγνητόφωνο πού εἶχε φέρει γιά νά ἠχογραφήση τή φωνή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Δασκάλου! “Μπά!... Αὐτά εἶναι ὅλα; Τίποτε ἄλλο δέν ἔφερες;... Πηγαίνετε νά τοῦ δείξετε τό δωμάτιό του!”.

Πάει ὁ καημένος στό δωμάτιό του, καί κάθεται καί κλειδώνεται καί δέν ἤθελε πιά νά βγῆ ἔξω καθόλου. Ἔπαθε σόκ! Περίμενε νά δῆ ἕνα ἄνθρωπο πού τόν εἶχε σχεδόν θεοποιήσει καί τόν βλέπει τώρα νά περιμένη μπανάνες καί φροῦτα σάν κοινός θνητός, καί στό τέλος νά τοῦ λέη καί νά πάη στό δωμάτιό του, μιά καί δέν ἔφερε τίποτε... Ἐνῶ ὁ δύστυχος εἶχε ἔρθει γιά νά ἀπαθανατίση τή φωνή τοῦ guru καί νά τή στείλη πίσω στήν Αὐστραλία (... κι ὅλοι νά θαυμάσουν τό κατόρθωμά του, γιατί βέβαια, μέσα σ᾽ ὅλα αὐτά ὑπῆρχε λιγάκι τό Ἐγώ)... Τό παιδί, ὅπως καταλαβαίνετε, ἔπαθε πραγματικό σόκ. Τήν ἄλλη μέρα προσπάθησαν νά τόν βγάλουν ἀπό τό δωμάτιό του, νά πάη νά ἀκούση τίς διδαχές, ἀλλ᾽ αὐτός δέν ἤθελε. 

Μιά φορά μοῦ λέει: “Ἐσύ μοῦ λές ὅτι ὅταν θέλη ὁ Θεός κάτι, γίνεται, κι ὅτι ὅταν ἀφήσης τόν ἑαυτό σου ἐλεύθερα στά χέρια τοῦ Θεοῦ, σοῦ τό κάνει, κι ὅτι ὁ μόνος τρόπος νά φθάσης στό Θεό εἶναι μέσῳ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος σέ παίρνει ἀπό τό χέρι καί σέ διαπαιδαγωγεῖ καί σέ πάει ἐκεῖ ὅπου πρέπει, φθάνει νά ἀφεθῆς”. “Ναί” τοῦ λέω “φθάνει ὅμως νά ἀφεθῆς πραγματικά”! Κάποια ἄλλη μέρα μοῦ λέει: “Ἐσύ λές ὅτι πρέπει νά ἀφεθοῦμε τελείως στό χέρι τοῦ Θεοῦ, κι ὅτι τότε... ῾Ὡραῖα! Ἄς πᾶμε λοιπόν οἱ δύο μας, χωρίς χρήματα, σ᾽ ἕνα βουνό, σ᾽ ἕνα ἄγνωστο μέρος, νά δοῦμε... Θά βροῦμε τροφή καί κατοικία, ὅπως μοῦ λές;”.  “Καί βέβαια θά βροῦμε! Ρωτᾶς;”. “Ὥστε εἶσαι βεβαία;”. “Εἶμαι βεβαία”. “Ἄν τό δῶ αὐτό, θά πιστέψω στό Χριστό καί θά παρατήσω ὅλους τούς Δασκάλους καί ὅλους τούς guru”. Ὅμως παιδιά μου, στήν Ἁγία Γραφή λέει: μήν ἐκπειράσης Κύριον τόν Θεόν σου, καί: μή ζητᾶς σημεῖο. Ἀλλά ἐγώ τότε, εἶχα μιά τέτοια λαχτάρα καί βεβαιότητα ὅτι αὐτό τό παιδί πρέπει νά μή χάση τό Χριστό του, ἀφοῦ γεννήθηκε σέ χριστιανική χώρα. Τί θά μποροῦσε νά γίνη τώρα; Ὁπότε τοῦ λέω: “Ναί, θά φύγουμε”. Εἴχαμε μαζί μας χρήματα γιά τό τραῖνο καί γιά τόν ὕπνο τό πρῶτο βράδυ κάτι πολύ λίγο, ἕνα ρούπι (κάτι σάν ἑκατό δραχμές). Τήν ἄλλη μέρα θά περιμέναμε πιά τί θά γίνη.  Εἶχα μιά τέτοια βεβαιότητα! Σάν νά πήγαινα σέ γνωστό μέρος... Λοιπόν, τό παιδί αὐτό εἶχε μαζί του μερικά φροῦτα καί τά πήραμε μαζί μας.

Τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ, ξεκινᾶμε γιά τό βουνό. Κι ἀνεβαίνουμε, κι ἀνεβαίνουμε, κι ἀνεβαίνουμε... Κι ἔγινε μεσημέρι. Κάποια στιγμή καθίσαμε σ᾽ ἕνα λόφο νά ξεκουρασθοῦμε. Μοῦ λέει: “Δέν ἔγινε κανένα θαῦμα ἀκόμη”. Τοῦ λέω: “Πολύ βιάζεσαι. Ἐγώ σοῦ εἶπα ὅτι ἀπόψε, ἄν θέλη ὁ Θεός, θά βροῦμε ποῦ νά μείνουμε”. “Καλά” λέει. Ὁ ἥλιος ὅμως σέ λίγο ἄρχισε νά πέφτη, γιατί ἐκεῖ ἦταν βουνό καί χαμήλωνε γρήγορα. Βλέπαμε κάτω τήν κοιλάδα, καί νά σᾶς πῶ τήν ἀλήθεια, εἶχα ἀρχίσει νά σκέπτωμαι ὅτι κάπως ... ἄργησαν νά γίνουν τά θαύματα πού περίμενα, ἀλλά ὅτι ἔχει ὁ Θεός... Γυρίζει καί μοῦ λέει: “Καί τώρα, τί λές ἐσύ;”. “Λέω ὅτι ἀπόψε θά κοιμηθοῦμε ἐκεῖ πού θέλει ὁ Θεός”. Καί δέν περνᾶ λίγη ὥρα, καί κοντά στό δειλινό πιά, τήν ὥρα πού θά ἔφευγε ὁ ἥλιος, βλέπουμε κάτω ἀπό τό λόφο νά ἀνεβαίνη σιγά-σιγά πρῶτα ἕνα τροπικό καπέλλο, ὕστερα ἕνα πρόσωπο, ὕστερα δύο φιγοῦρες Ἰνδές. Σέ λίγο διακρίναμε ὅτι τό πρόσωπο μέ τό τροπικό καπέλλο ἦταν γυναικεῖο, μέ γυαλιά, ἡλικιωμένο καί Εὐρωπαϊκό. Οἱ δύο Ἰνδές ἦταν νέες κοπέλλες. Ἀνεβαίνουν, ἀνεβαίνουν τά πρόσωπα καί φθάνουν κοντά μας.

“Καλησπέρα σας”. “Καλησπέρα”. “Ἀπό ποῦ ἔρχεσθε”; “Ἐρχόμασθε ἀπό κάτω”. “Καί ποῦ πᾶτε”; “Σέ φίλους”. Αὐτός μέ ἀγριοκοίταξε. Σοῦ λέει, γιατί λέει ψέμματα αὐτή; “Κι ἀπό ποῦ εἴσασθε”; “Εἶμαι ἀπό τήν Ἑλλάδα καί ὁ νέος ἀπό τήν Αὐστραλία”. Λέει: “Κι ἐγώ ἀπό τήν Ὁλλανδία. Εἶμαι μεγαλωμένη στήν Ἀμερική κι αὐτές οἱ δύο Ἰνδές πού βλέπετε, εἶναι δύο ἀπό τίς ἕξι κόρες πού ἔχω υἱοθετημένες ἐδῶ καί τίς σπούδασα Νοσοκόμες. Ἐσεῖς τί δουλειά κάνετε;”. Λέω: “Διδάσκω Φυσιοθεραπεία καί τώρα μόλις τελείωσα ἀπό κάποιο Νοσοκομεῖο”. “Ἄχ! Ὁ Θεός σέ ἔστειλε. Μήπως εἶσαι ἐλεύθερη νά ἔρθης ἀπόψε στό σπίτι μας; Τά δύο αὐτά κορίτσια μου ἔχουν ἄδεια γιά ἕνα μῆνα, κι ἄν ἤθελες νά τούς μάθαινες λιγάκι”... Λέω “Εὐχαρίστως... Ἀλλά ἔχω κι αὐτόν τό νέο μαζί μου καί πηγαίναμε...”. “Ἔχω υἱοθετημένο καί ἕνα ἀγόρι. Θά μοιρασθοῦν τό δωμάτιό του, καί ἀπόψε θά εἴμασθε μιά οἰκογένεια”. “Εὐχαριστῶ κι ἐσᾶς καί τό Θεό πού μᾶς ἔφερε κοντά”. Ὁ νέος ἀπό τήν Αὐστραλία, πραγματικά δηλαδή, εἶχε τελείως ἀποσβολωθῆ... Ὁ Θεός εἶχε κάνει τό θαῦμα του κι ἐγώ πετοῦσα! Εἶχα ἕναν ἐνθουσιασμό τότε πού δέν λέγεται. Ἡ Ἰνδία ἦταν ἡ μεγάλη περιπέτειά μου μέ τήν Πίστι τοῦ Θεοῦ. Γιατί εἶχα πάει χωρίς νά ξέρω τίποτε. Σέ ξένη χώρα καί σέ ξένη γλῶσσα. Τέλος πάντων, φθάσαμε στό σπιτάκι τους στό βουνό. Ἕνα ὡραῖο σπίτι, πάνω σ᾽ ἕνα λόφο. Ἐκείνη μοῦ διηγήθηκε πῶς εἶχε φύγει νέα, πῶς ἔζησε τόσα χρόνια ἐκεῖ, πῶς οἱ φίλοι μόνο τή συντηροῦσαν, γιατί δέν ἀνῆκε σέ καμμία ὀργάνωσι, κι ὅλα αὐτά, καί πῶς ὁ Θεός τήν ἔχει εὐλογήσει. Ἐκεῖνο τό βράδυ, τό παιδί ἀπό τήν Αὐστραλία εἶχε τόσο πολύ συγκινηθῆ, πού μέ δάκρυα στά μάτια, μοῦ λέει: “Ἀδελφή μου Λίλα, κάτσε στό πιάνο νά παίξουμε τώρα ὅλα τά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια! Ὁ Χριστός μόλις γεννήθηκε μέσα μου”! Καί κάθομαι στό πιάνο κι ἀρχίζουμε νά τραγουδᾶμε, κατακαλόκαιρα, ὅλα τά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια! Κι ἀρχίζουν νά τραγουδοῦν καί τά κορίτσια μαζί μέ τή μητέρα καί τό γιό καί ὅλοι... Κι αὐτό τό παιδί, ὁ Ἄλαν, ἦταν κυριολεκτικά μέσα στήν εὐδαιμονία τοῦ Θεοῦ!

Ἀλλά βλέπετε, ὁ Θεός κάνει τά θαύματά του ἐκεῖ πού πρέπει νά τά κάνη. Γιατί αὐτό τό παιδί ἦταν τόσο παραστρατημένο σέ ἄλλες κατευθύνσεις. Κι ἐπειδή ὁ Θεός τόν ἤθελε, μᾶς ἔκανε ὅλα αὐτά. Κι ἐγώ εἶχα μιά τέτοια βεβαιότητα ὅτι δέν μπορεῖ νά χαθῆ ἔτσι, στά 26 του, μ᾽ ὅλα αὐτά τά γυμνάσματα πού φέρνουν ἀλλοιθωρισμούς καί ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα, ὅταν δέν εἶναι... Τέλος πάντων. Μείναμε ἐκεῖ δεκαπέντε μέρες. Ἔδειξα στά κορίτσια αὐτά τά ὁποῖα ἤθελαν, κι ὕστερα αὐτός πῆγε πίσω στήν Αὐστραλία. Αὐτή ἡ κυρία, ἡ Ἱεραπόστολος, ἔκτοτε μέ προσκαλοῦσε κάθε καλοκαίρι καί πέρναγα ἕνα διάστημα κοντά της. Δέν ξέχασαν ποτέ αὐτή τήν ἱστορία, εἰδικά ὅταν τούς διηγήθηκα τί ἔγινε μ᾽ αὐτό τό παιδί ἀργότερα...

Γιατί δέν τελείωσε ἡ ἱστορία του. Πέρασε ἄλλος ἕνας χρόνος, κι ἄλλος ἕνας καί ξαναγυρίζει στά γυμνάσματα καί στούς ἄλλους ἐκεῖ. Ἐγώ τότε εἶχα φύγει μακριά, πάνω σ᾽ ἕνα βουνό καί δέν μποροῦσε κανένας νά μέ βρῆ. Ὅπως μοῦ εἶπε ἀργότερα, θυμήθηκε τί τοῦ ἔλεγα καί σκέφτηκε: “Ὅπως ἡ ἀδελφή Λίλα λέει ναί ἅμα τήν προσκαλοῦν, ἔτσι κι ἐγώ αὐτή τή φορά θά πῶ ναί κι ὅπου μέ βγάλει ἡ ἄκρη”! Γιατί δέν ἦταν πάλι εὐχαριστημένος μέσα του, ἐκεῖ. Σηκώνεται λοιπόν καί πάει ἐκεῖ, πού νόμιζε ὅτι θά μέ βρῆ —ἐκεῖ πού εἴχαμε ξανασυναντηθῆ. Ἀλλά τοῦ εἶπαν: “Δέν θά ᾽ρθη ἐδῶ φέτος, εἶναι πάνω στό βουνό”. Κοιτᾶτε τώρα “σύμπτωσι”! Ἔρχεται κάποιος ἐκεῖ πού ἤμουν καί μοῦ λέει: “Ξέρεις, ὁ Ἄλαν ἀπό τήν Αὐστραλία εἶναι στό τάδε μέρος”. “Ἄχ”, σκέφθηκα, “νά τοῦ στείλω ἕνα γράμμα νά ἔρθη ἐδῶ”, χωρίς νά ξέρω τήν καινούργια περιπέτεια πού εἶχε πάθει... Κι ἐκεῖ πού ἐκεῖνος περίμενε νά τοῦ ἔρθη μιά πρόσκλησι ἀπό κάποιον ἄλλο γιά μιά μεγάλη ἀλλαγή στή ζωή του καί δέν ξέρω τί ... ἔρχεται τό γράμμα μου. Ἦταν ἡ μόνη πρόσκλησι πού τοῦ ἔγινε! Καί παίρνει δρόμο κι ἔρχεται σ᾽ ἐκεῖνο τό βουνό, ὅπου δέν ὑπάρχουν Εὐρωπαῖοι, παρά μόνο ἐκεῖνος κι ἐγώ. Κι ἔρχεται καί μοῦ λέει: “Ὅλα καλά καί ἅγια ὅσα γίνανε τότε. Ἐγώ ἐν τῷ μεταξύ, ὅμως, εἶδα ἕνα σωρό πράγματα νά μή γίνωνται ἔτσι ὅπως τά λές. Γι᾽ αὐτό ἦρθα πάλι ἀναζητώντας τήν Ἀλήθεια στήν Ἰνδία”. “Μά ἀφοῦ σοῦ εἶπα, παιδί μου, ὅτι ἡ Ἀλήθεια δέν εἶναι μία θεωρία, εἶναι ὁ Χριστός πού εἶπε: Ἐγώ εἶμαι ἡ Ἀλήθεια. Τί ἄλλο θέλεις; Μήπως θέλεις καί ἄλλα θαύματα”; “Μά ἐσύ λές ὅτι ζῆς πάντα μέσα στά θαύματα”. “Ναί, ζῶ στό θαῦμα. Γιατί τό ὅτι εἶσαι ζωντανός καί ξανάρχεσαι, τό ὅτι ἔχουμε τά μάτια μας καί τά πόδια μας, ὅλα αὐτά εἶναι θαῦμα. Βλέπεις ἐδῶ πού δουλεύω μέ τούς λεπρούς; Βλέπεις ἐκεῖ τούς τυφλούς; Τούς βλέπεις ὅλους αὐτούς ἐδῶ τούς ἄρρωστους ἀνθρώπους; Γιατί αὐτοί καί ὄχι ἐμεῖς; Τό ρώτησες ποτέ; Κατά Χάρι τά ἔχουμε ὅλα! Κατά Χάρι! Παρ᾽ ὅλη τήν ἁμαρτία μας! Κατά Χάρι εἴμαστε ὅπως εἴμαστε. Μέ τό Αἷμα τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ! Δέν τό καταλαβαίνεις αὐτό;”... Κι ἐκεῖ πάνω πού μιλούσαμε, ἔρχεται ἕνας γέρος ὅλο κλάματα... “Τρέξτε, στό Νοσοκομεῖο εἶναι βαριά τό παιδί μου. Ἐλᾶτε!”. Καί πηγαίνουμε. Τό χωριουδάκι αὐτό ἦταν πολύ μικρό καί τό Νοσοκομεῖο δέν ἦταν καί πολύ... Μοῦ λέει ὁ γιατρός: “Ἤρθατε νά δῆτε τό παιδί. Ἔπεσε ἀπό μιά σκαλωσιά καί μοῦ φαίνεται ὅτι ἔσπασε ἡ σπονδυλική του στήλη κι ὅτι ὥς τό πρωΐ θά ἔχη πεθάνει”. Βλέπουμε τό παιδί. Ἦταν δεκαοκτώ χρονῶν. Κι ἐγώ τόσο πολύ συγκινήθηκα πού εἶδα αὐτό τό παιδί, πού ἄρχισα νά τοῦ χαϊδεύω τό μέτωπο λιγάκι. Καί λέω στόν πατέρα του: “Ὄχι. Τά θαύματα τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλα! Τό παιδί θά ζήση. Μή σέ μέλει”.

“Τότε βοήσῃ καί ὁ Θεός εἰσακούσεταί σου· ἔτι λαλοῦντος σου ἐρεῖ· Ἰδού πάρειμι (: ἐνῶ ἀκόμα θά μιλᾶς, θά σοῦ πῆ· εἶμαι παρών)”(Ἡσ 58, 9).

Ἐκείνη τήν ὥρα, τό παιδί ἄνοιξε λίγο τά μάτια του. Ὁ πατέρας περίμενε ὅτι θά πεθάνη. Ὅταν ὅμως ἄκουσε ὅτι μπορεῖ καί νά ζήση τό παιδί του, γυρίζει καί μοῦ λέει: “Ἔ, ἀφοῦ θά ζήση τό παιδί μου, δός μου λίγα χρήματα νά πάω νά φάω, γιατί πεινῶ”. Τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως! Λέω: “Ἐγώ δέν ἔχω χρήματα, θά σοῦ δώση αὐτό τό παιδί”. Καί τό παιδί ἀπό τήν Αὐστραλία τοῦ ἔδωσε. Φύγαμε. Τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ μοῦ λέει: “Πᾶμε νά δοῦμε ἄν ζῆ τό παιδί”. Μόλις πήγαμε, βρίσκουμε στήν πόρτα τό γιατρό καί μᾶς λέει: “Θά σᾶς πῶ ἕνα πρᾶγμα, νά ἀπορήσετε. Ἡ Φύσι κάνει κάποτε τέτοια παιχνίδια! Τό παιδί ἔγινε καλά καί σήμερα τό πρωΐ ξεκίνησε μέ τά πόδια μέ τόν πατέρα του γιά τό χωριό τους, πού εἶναι δέκα μίλια μακρυά”! Ἔ!... Ὁ Αὐστραλός αὐτή τή φορά κόντεψε νά πέση κάτω! Ἦταν πραγματικά συγκλονισμένος. Γυρίζει καί μοῦ λέει: “Τώρα, πιστεύω στήν Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ! Πιστεύω στό Χριστό! Εἶμαι Χριστιανός μέσα στήν ψυχή μου! Φεύγω πίσω στήν Αὐστραλία! Βρῆκα αὐτό πού ζητοῦσα”!

Φεύγει τό παιδί... Τά χρόνια περνοῦν. Φεύγω κι ἐγώ ἀπό τήν Ἰνδία... Πάω στή Βηθανία, γίνομαι Δόκιμη καί μιά μέρα παίρνω ἕνα γράμμα ἀπ᾽ αὐτό τό παιδί πάλι, ὅπου μοῦ λέει: “Ἡ μεγάλη μου ὑπερηφάνεια μ᾽ ἔφερε σέ ἀπόγνωσι. Τρεῖς νέες κόντεψαν νά πνιγοῦν τήν ὥρα πού κολυμποῦσαν, κι ἐπειδή ἤμουν πολύ καλός κολυμβητής, ἔπεσα στό νερό καί τίς ἔσωσα. Ἔπαθα ὅμως τόσο μεγάλη ἔπαρσι, πού τό διατυμπάνισα σ᾽ ὅλο τόν κόσμο καί στό τέλος ἔχασα τό νοῦ μου καί μέ κλεῖσαν σέ Νευρολογική Κλινική. Βγῆκα μετά, εἶμαι λένε καλά, ἀλλά ἐγώ μέσα μου δέν αἰσθάνομαι καλά. Τώρα τί μέ συμβουλεύεις νά κάνω”; Ἐγώ τότε εἶχα γνωρίσει στήν Ἰνδία τόν πατέρα Λάζαρο, τόν Ἄγγλο Ὀρθόδοξο. Τοῦ λέω: “Πήγαινε πάλι στήν Ἰνδία. Αὐτή τή φορά, ὅμως, κατευθείαν στόν πατέρα Λάζαρο σέ παρακαλῶ”. Κάθομαι καί γράφω στόν πατέρα Λάζαρο. Πῆγε τό παιδί...

Ὅταν μοῦ ἔγραψε ὁ πατήρ Λάζαρος μοῦ εἶπε ὅτι ἕνα ὁλόκληρο χρόνο τόν κοίταζε μόνο. Παρακολουθοῦσε κάθε μέρα τή Θεία Λειτουργία καί δέν τοῦ μιλοῦσε καθόλου. Ἦταν ἕνα αἴνιγμα. Κι ἕνα πρωΐ τοῦ λέει: “Πάτερ, τόσα χρόνια γνωρίζω τήν ἀδελφή Λίλα, ἀλλά ἐκείνη δέν μέ ρώτησε ποτέ ἄν εἶμαι βαπτισμένος, οὔτε ἄν εἶμαι Χριστιανός. Θά νόμισε ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον εἶμαι γεννημένος στήν Αὐστραλία, θά ἤμουν. Ἀλλά δέν εἶμαι βαπτισμένος. Δέν εἶμαι οὔτε Χριστιανός! Σέ παρακαλῶ, βάπτισέ με”! Ἡ χαρά τοῦ πατρός Λαζάρου ἦταν μεγάλη. Τόν βάπτισε κι ἀπό Ἄλαν τόν ὀνόμασε Ἀδριανό. Πῆρε τήν εὐλογία του κι ἔφυγε καί ἔγινε Ἱεραπόστολος... Αὐτά εἶναι τά μεγάλα καί συγκλονιστικά θαύματα τοῦ Θεοῦ!».


Ἀπό το βιβλίο:

Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ

ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἀπό τόν  Προτεσταντισμό στήν Ὀρθοδοξία

Μεταστροφές 1

ΕΚΔ. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
ΑΘΗΝΑ 2011


<>








«Ὁ κ. Θωμᾶς Kipazula ἀπ᾿ τή Butumba τοῦ Congo τῆς Ἀφρικῆς μᾶς ἐξιστόρησε πῶς ἔγινε Χριστιανός:
—Κάποια μέρα πῆγα γιά ψάρεμα στο ποτάμι.
Ἐπιστρέφοντας στό σπίτι μου ἔπεσα ἄρρωστος στό κρεββάτι. Γιά μέρες δέν μποροῦσα οὔτε νά κινηθῶ.
Ἕνα βράδυ εἶδα στόν ὕπνο μου ὅτι ἕνα αὐτοκίνητο σταμάτησε κοντά στό σπίτι μου. Ἄνοιξε ἡ πόρτα καί βγῆκε ἕνας Εὐρωπαῖος μέ ἄσπρα ροῦχα καί μεγάλη γενειάδα. Κρατοῦσε στά χέρια του κι ἕνα βαλιτσάκι. Ἐγώ φοβήθηκα πολύ. Ἀνοίγοντας τό βαλιτσάκι μέ ρώτησε:
―Γνωρίζεις ποιός εἶμαι;
—Ὄχι, τοῦ ἀπάντησα.
—Ἐγώ εἶμαι ὁ Ὀρθόδοξος παπᾶς. Μέ λένε παπα-Κοσμᾶ καί πέθανα πρίν ἀπό λίγα χρόνια. Πήγαινε στήν ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων καί πές ἐκεῖ στόν κατηχητή καί στούς Χριστιανούς νά κάνουν προσευχή γιά σένα καί θά γίνης καλά.
Πράγματι πῆγα καί βρῆκα τόν κατηχητή
Ἀπόστολο καί τοῦ ἐξιστόρησα τό ὄνειρό μου. Ἐκεῖνος ἀπόρησε, πῶς ἕνας μή Ὀρθόδοξος εἶδε στόν ὕπνο του τόν παπα-Κοσμᾶ [Γρηγοριάτη]! Ἄρχισε νά μοῦ μιλάη γιά τή ζωή τοῦ παπα-Κοσμᾶ καί μέ συγκίνησε. Δέχθηκα νά παρακολουθήσω μαθήματα κατηχήσεως καί μετά ἀπό ἀρκετό διάστημα, ὁ π. Μελέτιος μέ βάπτισε, δίνοντάς μου τό ὄνομα Θωμᾶς.
Τήν περίοδο τῆς κατηχήσεως, πρίν βαπτιστῶ, ἡ γυναῖκα μου ἦταν ἔγκυος. Ἀλλά ἦταν ἀδύνατον να γεννήση φυσιολογικά καί κόντεψε νά πεθάνη. Τότε θυμήθηκα τό ὄνειρο μέ τόν παπα-Κοσμᾶ καί μέ πόνο στήν καρδιά μου φώναξα δυνατά:
―Πάτερ Κοσμᾶ, ἔλα νά μέ βοηθήσης...
Τό βράδυ τόν εἶδα στόν ὕπνο μου ἀκριβῶς ἴδιο, ὅπως καί τήν προηγούμενη φορά. Μοῦ μίλησε καί μοῦ εἶπε:
―Πήγαινε καί πές στούς Ὀρθοδόξους να κάνουν προσευχή.
Πράγματι ἡ γυναῖκα μου γέννησε χωρίς κίνδυνο ἕνα ἀγοράκι. Τό βαπτίσαμε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τοῦ δώσαμε τό ὄνομα Κοσμᾶς»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2024/01/kipazula-butumba.html).

<>




Η πορεία μου από τις ανατολικές θρησκείες στην Ορθοδοξία (μαρτυρία μίας αδελφής μας)


Ειμαι 72 χρόνων, γυναίκα χωρισμένη μ ένα κορίτσι 42 χρόνων. Ο γάμος κράτησε μόνο 1,5 χρόνο. Έκτοτε ζω μόνη μου. Προέρχομαι από μια οικογένεια που δεν είχε ιδιαίτερους δεσμούς με την Ορθοδοξία. Ακολουθούσε τυπολατρικά κάποιες νηστείες τη Μεγάλη βδομάδα, κοινωνούσε 2-3 φορές το χρόνο, είχε ένα εικονοστάσι ψηλά κοντά στο ταβάνι κάποιου δωματίου, για προστασία άκουγα, στο οποίο απευθύνονταν όταν ζητούσαν να γίνει η να αποτραπεί κάτι.

Δεν μιλούσαν για το Θεό παρά μόνο για να με φοβίσουν, δεν υπήρχαν εκκλησιαστικά βιβλία, εκτός από την Καινή διαθήκη του Τρεμπέλα, κάπου παρατημένη. Πήγαινα στο κατηχητικό στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και τις πρώτες του Γυμνασίου επειδή μας υποχρέωναν οι δάσκαλοι.Το βαριόμουνα, όλα μου φαινόντουσαν αδιάφορα, δεν με συγκινούσε τίποτε, ήμουνα πολύ κλεισμένη στον εαυτό μου ως παιδί μονάκριβο που δεν ήξερε το μοίρασμα, το άνοιγμα στους ανθρώπους.

Όταν πέρασα στη Νομική Σχολή Αθηνών, συναναστράφηκα κύκλους της αριστεράς, μυήθηκα στο Μαρξισμό, συμμετείχα σε αριστερές φεμινιστικές ομάδες κι έτσι για μια εικοσαετία έζησα την αθεΐα, ενώ είχα αρχίσει να διερευνώ και διάφορα ρεύματα συμμετέχοντας σε ομάδες μελέτης Θεοσοφίας, Στωικών, Πλατωνιστών, Αριστοτελικών.

Κατά τα 50 άρχισα να σπουδάζω εναλλακτικές θεραπείες, βελονισμό, ρεφλεξολογία, ινδική, θιβετάνικη ιατρική, γιόγκα, ται-τσι, οι οποίες μ έφεραν σ επαφή με τον πολιτισμό και τις θρησκείες αυτών των χωρών, Ινδουισμό και Βουδισμό. Θέλησα να γνωρίσω τι μπορούν να προσφέρουν στον άνθρωπο για να ‘χει καλλίτερη σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους, ποιο είναι κατ αυτούς το νόημα ζωής, ποια η σχέση τους με το Θεό, πως προσεύχονταν, τι σκέφτονταν για τη μετά θάνατον ζωή . Όταν συνταξιοδοτήθηκα, άρχισα να ταξιδεύω Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία, Θιβέτ και άλλες ασιατικές χώρες, μένοντας σε άσραμ και μοναστήρια ακολουθώντας τα ειδικά προγράμματα διδασκαλίας στα αγγλικά αυτών των θρησκειών για ξένους. Όταν επέστρεφα στην Ελλάδα πήγαινα σε ομάδες Βουδιστικές και Ινδουιστικές όπου μελετούσαμε ιερά κείμενα, ακούγαμε Θιβετάνους δασκάλους που κατά καιρούς έρχονταν για να μας εκπαιδεύσουν, παρακολουθούσαμε τελετές.

Οι αλλαγές που ήρθαν στον εαυτό μου από αυτές τις επιρροές ήταν η δημιουργία ανάγκης να μιλάω σ ένα Θεό και να του απευθύνω τα αιτήματά μου, κάτι που δεν υπήρχε στη ζωή μου πιστεύοντας μέχρι τότε ότι όλα είναι ύλη, κόσμος προερχόμενος από Κοσμική έκρηξη κλπ. Κατά δεύτερον έμαθα μέσω της διαλογιστικής γαλήνης να κρατάω απόσταση απ’ ότι συνέβαινε, και να το θεωρώ ως μάθημα για να γίνω καλλίτερη, πλησιάζοντας τις αρετές του Θεού. Αυτό θα με βοηθούσε ν αποφύγω κύκλο πολλών επαναγεννήσεων [σαμσάρα λεγόμενη] στον οποίο μπαίνουν όσοι δεν βελτιώνονται στον κάθε κύκλο ζωής και χάνουν τις ευκαιρίες-μαθήματα.

Κατά τρίτον έμαθα να στηρίζομαι στον εαυτόν μου την εσωτερική μου δύναμη,για ότι κάνω να νοιώθω αυτόνομη ν αποφασίζω, χωρίς να ρωτάω το Θεό, παρά μόνο στα δύσκολα. Η επαφή μου με το Βουδισμό κράτησε περίπου 8 χρόνια μέσα σε ομάδες που κλονίζονταν από έριδες και ανταγωνισμούς και λίγο- λίγο απογοητευμένη αραίωσα. Πέρασα κάποιο διάστημα μελετώντας μόνη μου τα Βουδιστικά βιβλία και ερχόμενη σ᾽ επαφή με ομάδες αυτογνωσίας. Ένιωθα ότι κάτι έλειπε, κενό, που γινότανε πιο έντονο και από αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις από τις οποίες ζητούσα νόημα ζωής, σκοπό να υπάρχω, κι αν δεν βρισκόμουν σε ερωτική σχέση ήμουν θλιμμένη και η αποκτηθείσα αταραξία μου πήγαινε περίπατο.

Μια Κυριακή πρωί, πριν 4 χρόνια, ακούγοντας την καμπάνα σηκώθηκα με τη διάθεση να πάω εκκλησία. Πήγα στην Πλάκα, στον Αγιο Νικόλαο το Ραγκαβα που μου ήταν γνώριμη από χρόνια, γιατί ήταν μια φίλη μου νεωκόρος και πήγαινα κάποιες φορές. Αισθάνθηκα γαλήνια και απ’ όλη τη λειτουργία και τον κηρυγματικό λόγο του π. Καριώτογλου μου γεννήθηκε η περιέργεια να γνωρίσω την Ορθοδοξία σε βάθος, να βρω απαντήσεις στα ερωτήματα που ήδη έχω αναφέρει προηγουμένως.

Αρχισα να πηγαίνω τις Κυριακές, περιόρισα τις Κυριακάτικες εκδρομές, τις έκανα Σάββατα, τους χορούς τα Σαββατόβραδα γιατί με ανάπαυση είχα αυτή την προτεραιότητα. Θα ήθελα να προσθέσω ότι όλο αυτό τον καιρό των αλλόθρησκων επιρροών, πήγαινα αραιά και που στον Ραγκαβά, να δω τη φίλη μου και καθόμουνα και στη λειτουργία, τη Μεγάλη Εβδομάδα, μου άρεσαν οι ύμνοι. Θεωρούσα τον Χριστό σαν ένα ιστορικό πρόσωπο που δίδασκε τους ανθρώπους να κάνουν το καλό, να συγχωρούν, να μην έχουν απληστία.

Μέσα σ᾽ αυτά τα τέσσερα χρόνια μελέτησα ασκητές Πατέρες κι εντυπωσιάσθηκα βλέποντας να μιλούν για τα ανθρώπινα και να προτείνουν συμπεριφορές ευεργετικές για τον άνθρωπο σεβόμενοι την ιδιοσυγκρασία αυτού που θ’ ασκηθεί, με τον τρόπο που είχα διδαχθεί τόσα χρόνια στις ομάδες αυτογνωσίας, με ποικίλες ψυχολογικές μεθόδους. Αυτή η γνώση είχε βαθιά επίδραση μέσα μου, μ’ έπεισε ότι βρίσκομαι με κάτι αυθεντικό, αληθινό, αισθάνθηκα την ουτοπία να ψάχνω σε λάθος δρόμους αυτά που θα με ωφελήσουν στη πνευματική μου πορεία, δρόμοι που μου τα πρόσφεραν και παραποιημένα, π χ σε μια ομάδα διδασκόμουν ότι ο Χριστός είναι δάσκαλος, φίλος αδερφός, μάθαινα τη συγχώρεση, αλλά και την μετεμψύχωση και ότι είμαι αθώα και αναμάρτητη δεν υπήρχε η έννοια του προπατορικού αμαρτήματος και της μετάνοιας.

Η γνώση ότι ο Χριστός ήρθε ως νέος Αδάμ να εξαγνίσει την ανθρωπότητα και με τη θυσία Του στο Σταυρό ήρθε να σώσει αυτούς που θα τον πιστέψουν και θα μετανοήσουν στάθηκε η αρχή της προσωπικής μου σχέσης μαζί Του. Η συναίσθηση ότι δεν είμαι αναμάρτητη και αθώα, όπως πίστευα, αλλά φέρω από τη σύλληψή μου το προπατορικό αμάρτημα που εξαγνίσθηκε με το βάπτισμα αλλά χρειάζεται τη διαρκή εγρήγορση να μην παραβαίνω το λόγο του Θεού και ότι έχω μια μόνο, αυτή τη ζωή να εξαγνισθώ, μ᾽ έκανε να καταλάβω τη βαθιά μου πλάνη που ζούσα κοντά στις άλλες διδασκαλίες. Αλλά μ᾽ έκανε πιο υπεύθυνη απέναντί Του να θέλω να τηρώ τον λόγο Του και για να μην Τον στεναχωρήσω Εκείνον που έχει υποστεί τόσα βάσανα για μένα κι έχει τόση υπομονή να περιμένει να συνειδητοποιώ τα λάθη μου, να περιμένει να είμαι έτοιμη να μετανοήσω. Με πόση υπομονή προς τους άλλους με έχει οπλίσει αυτή η στάση Του!! Κάτι πρωτόγνωρο για μένα.

Η ανάγκη μου να Του απευθύνομαι σε ότι κάνω, κόβει πολύ από την υπερηφάνειά μου. Γιατί πίστευα ότι όλα μπορώ να τα κάνω μόνη μου με την δύναμή μου, και αγνοούσα ότι ό,τι έχω Εκείνος μου το έχει δώσει, όσο θέλει μου το διατηρεί κι όταν θέλει μου το παίρνει. Η δύναμή μου βρίσκεται στην εμπιστοσύνη που Του έχω, ότι Εκείνος ξέρει προς τα πού με κατευθύνει, και μου δίνει τη διάκριση να αναγνωρίζω πόσο να αφαιρώ με κάθε νέα συνειδητοποίηση, από τον παλιό μου εαυτό, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία μου, ώστε κάθε αλλαγή να γίνεται με ανάπαυση και όχι πίεση, αλλά και με την βοήθεια του Πνευματικού μου .

Πηγή:

http://www.sostis.gr/blog/item/2962-i-poreia-mou-apo-anatolikes


<> 













Βιετνάμ, 2017: Η μεταστροφή της Βιετναμέζας Nguyen Thi Mai Anh από το Βουδισμό στην Ορθοδοξία μετά από εμφάνιση της Παναγίας ενώ βρισκόταν σε κώμα

O π. Γεώργιος, ένας ιερέας από τη Μόσχα, ο οποίος συχνά εξυπηρετεί σε ιεραποστολικά ταξίδια στην Ασία, πόσταρε στο Facebook τα λόγια μιας Βιετναμέζας γυναίκας η οποία μετεστράφη στην Ορθοδοξία κατόπιν εμφανίσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Η γυναίκα, Nguyen Thi Mai Anh, που ήταν προηγουμένως Βουδίστρια, δούλευε και εργαζόταν στο Vũng Tàu, στο Βιετνάμ, βαπτίστηκε και εντάχθηκε στην Αγία Ορθοδοξία μας, το Μεγάλο Σάββατο του τρέχοντος έτους [2017].

Γράφει ότι κάτι καταπληκτικό συνέβη στη ζωή της πέρυσι. «Βρισκόμουν ξαπλωμένη, σε κώμα στο νοσοκομείο. Κάποια στιγμή, είδα μια ακτινοβολία, ένα υπέρλαμπρο φως. Αμέσως, είδα μπροστά μου την Υπεραγία Θεοτόκο. Κρατούσε και έτεινε προς εμένα ένα μπουκάλι νερό το οποίο και μου έδωσε. Όσο έπινα το νερό, η λάμψη και η Θεοτόκος εξαφανίστηκαν».

«Το επόμενο πρωί», συνεχίζει, «ξαφνικά επανήλθα από το κώμα, έχοντας απολέσει τις αισθήσεις μου για πολύ ώρα». Η Nguyen επιβίωσε και άρχισε να προσεύχεται στον Κύριο Ιησού Χριστό και την Παναγία Μητέρα Του για ταχεία ανάρρωση και αποφάσισε ότι θα γίνει Χριστιανή, μόλις επιστρέψει στο σπίτι.

«Λίγες ημέρες αργότερα, είδα ένα ακόμη όραμα, με έναν άνδρα ο οποίος με οδήγησε στην Εκκλησία όπου έφαγα άρτο και ήπια Αγιασμό μαζί με όλους. Στην συνέχεια, περπάτησα γύρω γύρω την εκκλησία.»

Όταν πήρε εξιτήριο και επέστρεψε σπίτι της, δέχθηκε επίσκεψη από έναν φίλο της, ο οποίος της έφερε μια Εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό. «Ήμουν πάρα πολύ χαρούμενη γιατί η μορφή της Παναγίας στην Εικόνα ήταν ίδια με την Θεοτόκο, όπως την είδα στο όνειρό μου. Εκδήλωσα τη χαρά μου στο φίλο μου και του είπα το όνειρό μου. Εκείνος με οδήγησε σε μια Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου προσεύχονταν οι Ρώσοι, στην 5η συνοικία της πόλης Vũng Tàu, για να συναντήσω τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο.»

Η γυναίκα αργότερα βαπτίσθηκε στην ίδια εκκλησία και γεννήθηκε εκ νέου υπό την προστασία της Πλατυτέρας Θεοτόκου και την ευλογία του Κυρίου.

«Είμαι πανευτυχής!» λέει, συνεχίζοντας «ευχαριστώ Θεέ μου, ευχαριστώ Παναγία μου, για αυτήν την δεύτερη γέννηση και το μέγα δώρο να βρω την Πηγή της Ζωής!»

Ο π. Γεώργιος αναφέρει ότι πριν από την βάπτιση έσπασε το πόδι της, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε καθόλου. Βαπτίστηκε και ονομάστηκε Άννα και τώρα διαβάζει προσευχές στα βιετναμέζικα στις Ιερές Ακολουθίες!



<>







Οι πραγματικοί αναζητητές της αλήθειας

Ο πρώην Βουδιστής  Κινέζος Αγιορείτης π. Ησαιας Σιμωνοπετριτης, λέει:

Οι πραγματικοί αναζητητές της αλήθειας θα “οργώσουν” τη Γη για να βρουν την Αλήθεια! Και η Αλήθεια… θα είναι πάντα μπροστά τους να τους αποκαλυφθεί!



<>






Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994) και ο Γιωργάκης από το Θιβέτ - Η μεταστροφή ενός Έλληνα Βουδιστή Θιβετιανού μοναχού στην Ορθοδοξία


Ήρθε στο Άγιον Όρος και γύριζε στα μοναστήρια ένας νέος ηλικίας 16-17 χρόνων, ο Γιωργάκης. Από ηλικίας τριών ετών οι γονείς του τον έβαλαν σε βουδδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ. Προχώρησε πολύ στην Γιόγκα, έγινε τέλειος μάγος, μπορούσε να καλή όποιον δαίμονα ήθελε. Είχε μαύρη ζώνη και ήξερε τέλεια καράτε. Με την δύναμη του Σατανά έκανε επιδείξεις που προξενούσαν εντύπωση. Χτυπούσε με το χέρι του μεγάλες πέτρες και έσπαζαν σαν καρύδια. Μπορούσε να διαβάζη κλειστά βιβλία. Έσπαζε στην παλάμη του φουντούκια, έπεφταν κάτω τα τσόφλια και οι καρποί έμεναν κολλημένοι στο χέρι του.

Καποιοι μοναχοί έφεραν τον Γιωργάκη στον Γέροντα Παΐσιο για να τον βοηθήση. Ρώτησε τον Γέροντα, τι δυνάμεις είχε και τι μπορούσε να κάνη. Απάντησε ότι ο ίδιος δεν έχει καμμιά δύναμη και ότι όλη η δύναμη είναι του Θεού.

Ο Γιωργάκης θέλοντας να επιδείξη την δύναμή του συγκέντρωσε το βλέμμα του σε μια μεγάλη πέτρα που ήταν σε απόσταση και η πέτρα έγινε θρύψαλα. Τότε ο Γέροντας σταύρωσε μια μικρή πέτρα και του είπε να την σπάση και αυτή. Αυτός συγκεντρώθηκε, έκανε τα μαγικά του, αλλά δεν κατάφερε να την σπάση. Τότε άρχισε να τρέμη και οι σατανικές δυνάμεις, που νόμιζε ότι έλεγχε, μη μπορώντας να σπάσουν την πέτρα, στράφηκαν εναντίον του και τον εκσφενδόνισαν στην άλλη όχθη του ρέματος. Ο Γέροντας τον μάζεψε σε άθλια κατάσταση.

«Άλλη φορά», διηγήθηκε ο Γέροντας, «ενώ συζητούσαμε, ξαφνικά σηκώθηκε, μου έπιασε τα χέρια και μου τα γύρισε προς τα πίσω. “Αν μπορή, ας έρθη να σ’ ελευθερώση ο Χατζεφεντής”, μου είπε. Το αισθάνθηκα σαν βλασφημία. Κούνησα έτσι λίγο τα χέρια μου και τινάχθηκε πέρα. Μετά σαν αντίδραση πήδησε ψηλά και πήγε να με χτυπήση με το πόδι του, αλλά το πόδι του σταμάτησε κοντά στο πρόσωπό μου, σαν να βρήκε ένα αόρατο εμπόδιο! Με φύλαξε ο Θεός.

»Τη νύχτα τον κράτησα και κοιμήθηκε στο Καλύβι. Οι δαίμονες τον έσυραν μέχρι κάτω στον λάκκο και τον έδειραν για την αποτυχία του. Το πρωί σε κακή κατάσταση, τραυματισμένος, γεμάτος αγκάθια και χώματα, ωμολογούσε: “Με έδειρε ο Σατάν, γιατί δεν μπόρεσα να σε νικήσω”».

Έπεισε τον Γιωργάκη να του φέρη τα μαγικά του βιβλία και τα έκαψε. «Όταν ήρθε εδώ», διηγήθηκε ο Γέροντας, «είχε μια Σολομωνική. Πήγα να την πάρω, δεν την έδινε με τίποτε. Πήρα ένα κερί και του είπα: “Σήκωσε λίγο το παντελόνι σου” και έβαλα το αναμμένο κερί στο πόδι του. Ξεφώνισε και πήδηξε πάνω από τον πόνο. “Ε, αν την φλόγα ενός μικρού κεριού δεν υπομένεις, πώς θα υπομείνεις το πυρ της κολάσεως μ’ αυτά που κάνεις;”»

Ο Γέροντας τον κράτησε λίγο κοντά του και τον βοήθησε, όσο έκανε υπακοή. Τον συμπόνεσε τόσο πολύ ώστε είπε: «Θα μπορούσα γι’ αυτό το παιδί ν’ αφήσω την έρημο και να βγω μαζί του στον κόσμο για να το βοηθήσω». Ενδιαφέρθηκε να μάθη αν είναι βαπτισμένος, και μάλιστα έμαθε και σε ποια Εκκλησία είχε βαπτισθή. Ο Γιωργάκης συγκλονισμένος από την δύναμη και την χάρι του Γέροντα, επιθυμούσε να γίνη μοναχός αλλά δεν μπόρεσε.

Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε την περίπτωση του Γιωργάκη για να αποδείξη πόσο μεγάλη είναι η πλάνη αυτών που νομίζουν ότι όλες οι θρησκείες είναι ίδιες, όλες τον ίδιο Θεό πιστεύουν, και ότι δεν διαφέρουν οι Θιβετιανοί μοναχοί από τους Ορθοδόξους.

Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 246



<>









Ελένη, πρώην δασκάλα Yoga: Το θαύμα της μεταστροφής μου - Πώς πέρασα από την πλάνη της Yoga στην Ορθοδοξία

Στα 22 μου χρόνια άρχισε η πνευματική μου αναζήτηση. Μεγαλωμένη σε θρησκευτική οικογένεια και σηκώνοντας έναν προσωπικό σταυρό βρήκα μία φαινομενική διέξοδο στη yoga. Μόδα, γυμναστική, ευεξία…

Ένα δελεαστικό πακέτο πολύ καλά τυλιγμένο με φανταχτερά χρώματα. Με τράβηξε σαν μαγνήτης και χωρίς να έχω πλήρη έλεγχο της ζωής μου βρέθηκα να διδάσκω yoga. Ξεκίνησε η πλάνη πως οδεύω στον σωστό δρόμο που από μικρή πίστευα και ήθελα, στον ένα και μοναδικό τριαδικό Θεό. Άρχισα να ψάχνω απαντήσεις, να γνωρίζω πλανημένους ανθρώπους προσπαθώντας να γεμίζω τα κενά που όλο και μεγάλωναν. Καμία απάντηση και η πλάνη μεγάλωνε…

Ακολούθησε ταξίδι στην Ινδία ζώντας την απόλυτη “ύπνωση” και το ρέικι μπήκε στην ζωή μου. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. Ένας φύλακας άγγελος με βοήθησε να επιστρέψω στην Ελλάδα. Σταμάτησα για προσωπικούς λόγους τα πάντα και έφυγα εκτός Αθηνών.

Μέχρι που ήρθε ένα βιβλίο στα χέρια μου: “Οι γκουρού, ο νέος και ο Γέροντας Παΐσιος”.

Το διάβασα σε μία μέρα και πήρα όλες τις απαντήσεις. Ένιωσα ότι κοιμόμουν και ξαφνικά ξύπνησα. Ξεκαθάρισαν όλα στο μυαλό μου συνειδητοποιώντας πως:

Δεν είναι απλά μία αίρεση η yoga και όλα τα εναλλακτικά που κυκλοφορούν. Είναι δαιμόνια που τους ανοίγεις την πόρτα και σου καταστρέφουν την ζωή.

Φόρεσα τον σταυρό μου, άρχισα να προσεύχομαι και να πηγαίνω στην εκκλησία, να κάνω μετάνοιες, να εξομολογούμαι και μετά από έναν πολύ δύσκολο πνευματικό πόλεμο βρέθηκα στα χέρια του Θεού αφήνοντας όλη μου την ζωή σ’ Εκείνον.

Ο Άγιος Παΐσιος έκανε το θαύμα του και με βοήθησε να αναγεννηθώ από τις στάχτες μου.

Σήμερα στα 31 μου χρόνια προσπαθώ να δίνω τον πνευματικό μου αγώνα με την βοήθεια του Θεού ακολουθώντας πιστά μία από τις συμβουλές του πνευματικού μου:

“Ακούμπησε την ζωή σου στα χέρια του Θεού και της Παναγίας”.

Ελένη

Πηγή:


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΑΥΣ - ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΛΕΥΣΗ 


<>









Ιάπωνας παλαιστής βαφτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός

Από τα παιδικά του χρόνια ασχολήθηκε με τις πολεμικές τέχνες, οι οποίες τον ώθησαν στην μελέτη των παραδοσιακών ανατολικών θρησκειών και ειδικά στον Βουδισμό.

Μετά από διάστημα πολλών χρόνων ο Τοκάσι Κίσι γνώρισε τον Χριστιανισμό, με αποτέλεσμα να διαβάσει πάρα πολλά βιβλία.

Ο Χριστιανισμός για τον Τοκάσι ήταν μια ακόμη ηθική διδασκαλία και φάνηκε σ΄ αυτόν κάτι σαν τον Βουδισμό.

Μετά από μια επίσκεψή του στην Ρωσία, ένιωσε εσωτερικά μια επιθυμία να μάθει περισσότερα για την ορθοδοξία.

Η επιθυμία του να γίνει Χριστιανός έγινε ακόμη πιο ισχυρή μετά την επιστροφή του στην Ιαπωνία, όπου μετά από Κατήχηση στην Ιαπωνική γλώσσα, αναγνώρισε την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Επισκεπτόμενος πριν λίγο καιρό ξανά την Ρωσία, ανακοίνωσε την επιθυμία του να βαπτισθεί Ορθόδοξος Χριστιανός.

Τελικά με ευλογία του Μητροπολίτη Μπέλγκοροντ κ. Ιωάννη, ο Ιάπωνας μαχητής πολεμικών τεχνών, βαπτίστηκε και έλαβε το όνομα του Αγίου και Βαπτιστού Ιωάννη.


<>










Από τον διαλογισμό και την μαγεία στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό

Αναφέρει κάποιος Έλληνας Ορθόδοξος Χριστιανός την προσωπική του μεταστροφή από τον διαλογισμό και την μαγεία στην Ορθόδοξη Πίστη :

Έκανα κι εγώ διαλογισμό κάποτε, είχα φτάσει σε σημείο να ελέγχω διάφορα πράγματα, να παίρνω άφατη ενέργεια, ηρεμία και χαρά όμως όταν κουνούσα αντικείμενα με τη σκέψη, μέσα μου ένιωθα ότι δεν ενεργούσα εγώ αλλά κάποιος άλλος στη θέση μου... μίλησα με τον πνευματικό μου και έκοψα εντελώς με αυτές τις ασχολίες. 

Όταν μας λένε τα χαρτιά ή τον καφέ ή όποια μορφή μαντείας, συμβαίνει το εξής: το παρελθόν και το παρόν, όπως είπες, ο διάβολος τα γνωρίζει, το μέλλον όμως, δεν το γνωρίζει, όπως και κάθε ανομολόγητη σκέψη μας. Γνωρίζει όμως εμάς πολύ καλά, παίζει την ψυχολογία μας και το σκεπτικό μας στα δάχτυλα, (κι όχι μόνο ημών αλλά και όλων των προσώπων με τα οποία σχετιζόμαστε ή κρίνει ότι θα σχετιστούμε) οπότε καταλαβαίνει πώς θα ενεργήσουμε σε κάθε μελλοντική κατάσταση και μας το αποκαλύπτει μέσω του μάντη, οπότε εμείς, λέμε ωωω, όλα μου τα βρήκε ο/η τάδε!  

Ο Χριστός όμως είναι εκεί για να μας αγκαλιάσει και να κάτσει να ακούσει τον πόνο μας και να σκουπίσει τα δάκρυά μας, όταν την πατήσουμε, και το Άγιο Πνεύμα για να εμποδίσει περαιτέρω πλάνες.


<>








Ένας πρώην Βραχμάνος μεταστράφηκε με όλη του την οικογένεια στην Ορθοδοξία μετά από θαυμαστή εμφάνιση του Χριστού σε αυτόν

Ένας μικρός Ρωσικός Ορθόδοξος Ι. Ναός αφιερώθηκε στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στο Bangalor της Ινδίας.

Μεταξύ των ενοριτών είναι ένας πρώην Βραχμάνος, ο οποίος μεταστράφηκε μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του στην Ορθοδοξία μετά από θαυμαστή εμφάνιση του Χριστού σε αυτόν.

Πηγή:


ORTHODOX CHRISTIANITY

<>











Ο Άγιος Νικόλαος Κασάτκιν της Ιαπωνίας (+1912) και οι μεταστροφές των Ιαπώνων μυστικών πρακτόρων στην Ορθοδοξία

Τον Δεκέμβριο βαπτίσθηκαν ακόμη δέκα πρόσωπα. Η κατασκόπευση πάντως των κινήσεων του Ορθόδοξου ιερομονάχου δεν μειώθηκε. Το πρόσωπό του έγινε αντικείμενο ποικίλων φημών μεταξύ όλων των τάξεων του λαού. Άλλοι τον θεωρούσαν πράκτορα· μερικοί έλεγαν ότι απέβλεπε στην κατάκτηση της συμπάθειας των Ιαπώνων για να διευκολύνει την κατάλληλη στιγμή τα στρατιωτικά σχέδια των Ρώσων. Ορισμένοι πίστευαν ότι ανήκε στη Ρωσική αυτοκρατορική οικογένεια. Για να διασκεδάσει τις υποψίες περί πολιτικών σκοπιμοτήτων των ενεργειών του ο π. Νικόλαος έστειλε υπόμνημα στο Υπουργείο Εξωτερικών, διαβεβαιώνοντας ότι οι Χριστιανικές διδασκαλίες που κήρυττε δεν απέβλεπαν κατά κανένα τρόπο στην υπονόμευση της νομιμότητος και του πατριωτισμού των Ιαπώνων. Η διάλυση όμως των φόβων των αρμοδίων δεν ήταν τόσο εύκολη υπόθεση.

Διάφοροι πράκτορες της αστυνομίας συνέχισαν να παρακολουθούν τα μαθήματα του Ρώσου Ιερέα. Ακόμη όμως και σ’ αυτό το τραχύ σώμα των Ιαπώνων πρακτόρων ο λόγος του Θεού είχε δραστικότητα. Ένας απ' αυτούς όχι μόνο έγινε Χριστιανός, αλλά συνέταξε ειδική αναφορά υπέρ της επίσημης αναγνωρίσεως του Χριστιανισμού, την οποία προσπάθησε, παρά τις αντιρρήσεις του Όνο, να προωθήσει μέχρι τον αυτοκράτορα. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, καθώς φαίνεται, η αναφορά εκείνη παραπέμφθηκε στα αρχεία της πρώτης κρατικής υπηρεσίας που την έλαβε, η μεταστροφή του δείχνει την επίδραση του Ορθόδοξου ιερέα και της διδασκαλίας του. Εκτός από τις άμεσες αυτές μεταστροφές, φαίνεται ότι και άλλες μυστικές ζυμώσεις γίνονταν στις ψυχές των Ιαπώνων κατασκόπων. Μετά πενταετία ένας σπουδαστής της Θεολογικής Σχολής, που ίδρυσε ο π. Νικόλαος μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, ομολόγησε στον τελευταίο ότι αρχικά είχε σταλεί από την ιαπωνική αστυνομία για να τον κατασκοπεύσει.



<>







Rin Yamashita, Ιαπωνία (1857-1939): Η Ιαπωνέζα ζωγράφος, καταγώμενη από οικογένεια Samurai, η οποία βαπτίστηκε Ορθόδοξη Χριστιανή από τον Άγιο Νικόλαο Κασάτκιν Φωτιστή της Ιαπωνίας (+1912)

Η Rin Yamashita γεννήθηκε το 1857 σε μία φτωχή οικογένεια Samurai στην πόλη Kashima της Ιαπωνίας. Σαν μικρό κορίτσι, της άρεσε η γλυπτική και η ζωγραφική. Όταν η Rin ήταν 16, πήγε στο Tokyo να σπουδάσει ζωγραφική. Εκεί συνάντησε τον Άγιο Νικόλαο Κασάτκιν τον Φωτιστή της Ιαπωνίας (+1912) και ενδιαφέρθηκε σοβαρά για την Ορθόδοξη Πίστη. Μερικοί από τους Ιάπωνες φίλους της στο Tokyo ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Η Rin βαπτίστηκε και της δόθηκε το Ρωσικό όνομα Irina (Rin).

Η Irina αγάπησε την Ρωσική τέχνη, ειδικά το έργο του Ivan Kramskoy ο “Χριστός στην Έρημο”.

Εκείνο τον καιρό, η Ορθόδοξη Εκκλησία στο Tokyo δεν είχε Ι. Εικόνες και υπήρχε ανάγκη για μία σχολή αγιογραφίας. Ο Επίσκοπος Άγιος Νικόλαος Κασάτκιν είδε πόσο ταλαντούχα ήταν η Irina και την έστειλε στην Αγία Πετρούπολη να σπουδάσει αγιογραφία.

Το κλίμα της Αγίας Πετρούπολης ήταν πολύ δύσκολο για την Irina και ήταν συχνά άρρωστη. Όμως ήταν καλή μαθήτρια και μάθαινε γρήγορα. Το αγαπημένο της μέρος στην Αγία Πετρούπολη ήταν το Μουσείο Hermitage.

Ο Άγιος Νικόλαος Κασάτκιν έστελνε γράμματα στην Irina για να την ενθαρρύνει. Έλεγε στην Irina πως θα γίνει μία εξαιρετική αγιογράφος.

Το 1883 η Irina επέστρεψε στην Ιαπωνία. Ζωγράφισε Ι. Εικόνες για την Εκκλησία και δίδαξε πολλούς μαθητές. Με την βοήθεια της, πολλοί Ιάπωνες έμαθαν να κατανοούν και να αγαπούν την Ρωσική παράδοση και τέχνη. Η Ι. Εικόνα της Θεοτόκου που ζωγράφισε δόθηκε στον Τσάρο Νικόλαο τον Β´ όταν αυτός επισκέφτηκε την Ιαπωνία το 1891.

Η Irina πέθανε το 1939. Δυστυχώς, πολλές Ι. Εικόνες που σχεδιάστηκαν από την Irina Yamashita χάθηκαν σε έναν σεισμό. Η Ι. Εικόνα της Θεοτόκου που δόθηκε στο Τσάρο Νικόλαο τον Β´ φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο Hermitage.



<>









Nilus Stryker, ΗΠΑ - Από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία μέσω Βουδισμού



Γράφει ὁ Nilus Stryker, ΗΠΑ: «Ἕνα ἀπόγευμα στά τέλη Ἰανουαρίου τοῦ 1999, πῆγα στό βωμό μου γιά τήν τακτική ἡμερήσια πρακτική μου. Συνήθιζα νά ἀρχίζω μέ ἕνα γιόγκικο τραγούδι, ἔλεγα τήν προσευχή mantra καί μετά ἔκανα καθιστική σιωπή. Ἄναψα τά κεριά στό βωμό μου καί ἀφοῦ τελείωσα τό τραγούδι καί τήν προσευχή μου, προχώρησα στήν ἄσκησι σιωπῆς. Δέν μπορῶ νά πῶ πόση ὥρα ἀκριβῶς καθόμουν ἔτσι, ὅταν ἄκουσα ὁλοκάθαρα τήν φωνή μου νά ξεστομίζη, μέ δικά μου λόγια, “Μοῦ λείπει ὁ Ἰησοῦς”. Τό εἶπα μεγαλόφωνα. Ἔμοιαζε σάν νά βγῆκε μέσῳ ἐμοῦ καί ὄχι σάν νά τό πρόφερα ἐγώ ὁ ἴδιος, ὅμως, δέν ἐπρόκειτο γιά ἔξωθεν φωνές. Ἦταν ξεκάθαρο πώς ἐγώ τό εἶπα. Ὅταν εἶπα “Μοῦ λείπει ὁ Ἰησοῦς” αἰσθάνθηκα νά γεμίζω μέ μιά λαχτάρα. Δέν ξέρω πῶς ἀλλιῶς νά τό ὀνομάσω. Ἄλγος. Πονοῦσα μέσα μου. Αἰσθανόμουν αὐτό τόν ἀπόλυτο νόστο (: νοσταλγία ἐπιστροφῆς) καί δέν τό πίστευα…

Σίγουρα θά εἶχε σχέσι μέ τή Χριστιανοσύνη τῶν παιδικῶν μου χρόνων… Ἄν καί οἱ γονεῖς μου ἦταν νομιναλιστές Χριστιανοί, εἶχα ἀνατραφῆ ὡς Πρεσβυτεριανός λόγῳ τῆς κοντινῆς ἀποστάσεως τῆς ἐκκλησίας ἀπ’ τό σπίτι μας. Οἱ γονεῖς μου πάντως δέν ἦταν ἀπ’ αὐτούς τούς φανατικούς καί ἐπικριτικούς Χριστιανούς…

Ἐκείνη τή νύκτα, στίς τρεῖς μετά τά μεσάνυκτα, ξύπνησα ἀπό μιά “παρουσία” μέσα στό δωμάτιό μου. Ἀνησύχησα, μήπως κάποιος εἶχε μπεῖ κρυφά μέσα στό σπίτι. Βγῆκα ἀπ’ τό κρεββάτι καί ἔλεγξα ὅλα τά δωμάτια τοῦ σπιτιοῦ. Δέν ὑπῆρχε κανένας ἄλλος (ἐκτός ἀπ’ τή σύζυγό μου) μέσα στό σπίτι καί αὐτή κοιμόταν βαθειά. Ἀποφάσισα —μιᾶς καί ξαγρύπνησα— νά κάνω καμμία ἄσκησι, ἔτσι πῆγα στό βωμό μου στό ἀτελιέ μου. Ἔκανα διαλογισμό γιά περίπου 30-45 λεπτά καί ἐπέστρεψα στό κρεββάτι μου. Τό ἑπόμενο πρωΐ ἔλεγξα ἄν ὅλες οἱ πόρτες ἦταν κλειδωμένες καί κάπως διστακτικά ἔρριξα μιά ματιά σ᾽ ὅλο τό σπίτι, μήπως καί βρῶ κάτι πού νά ἐξηγοῦσε ἐκείνη τήν “παρουσία”. Κατοικίδια δέν ἔχουμε, ὁπότε, ρώτησα τή Νταϊάν ἄν εἶχε σηκωθῆ τή νύκτα γιά κάποιο λόγο. Κοιμόταν συνεχῶς…

Ἐπί μία ἑβδομάδα, [ἡ “παρουσία”] μέ καλοῦσε νά ξυπνήσω στίς τρεῖς μετά τά μεσάνυκτα. Ἄρχισα νά τρομάζω λιγάκι. Δέν διέθετα καμμία ἐξήγησι γι’ αὐτά τά ὁποῖα συνέβαιναν καί καμμία ἀπολύτως ἰδέα γιά τό πῶς νά τό χειρισθῶ. Παραδέχθηκα πώς ἦταν κάτι πέραν ὅλων ὅσα εἶχα βιώσει καί ἤλπιζα πώς θά μέ βοηθοῦσε ὁ δάσκαλός μου νά καταλάβω καί νά ἀντιμετωπίσω τίς ἐμπειρίες μου. Ἄν κάποιος θά μποροῦσε νά ξέρη τί ἦταν αὐτό πού μοῦ συνέβαινε, θά ἦταν αὐτός. Τελικά, ἐπικοινώνησα μέ τό δάσκαλό μου στήν Οὐαλία καί τοῦ ἀφηγήθηκα ὁλόκληρη τήν σειρά τῶν ἐμπειριῶν μου. Μοῦ ἔδωσε τό ὄνομα μίας θεότητος τοῦ Θιβέτ τήν ὁποία μποροῦσα νά ἐπικαλεσθῶ, καθώς καί μιά προσευχή-mantra πού συσχετιζόταν μέ ἐκεῖνο τό “Ὄν τῆς Ἐπαγρυπνήσεως” (τό sangha μας (: τό βουδιστικό μας τάγμα) χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο “Ὄν τῆς Ἐπαγρυπνήσεως” ἐν ἀντιθέσει μέ τόν παραδοσιακό ὅρο “θεότητα”). Μοῦ εἶπε πώς ἄν συνέχιζαν οἱ ἐμπειρίες, νά κάνω τήν ἄσκησί μου καί νά ἀπαγγείλω τήν προσευχή-mantra τήν ὁποία μοῦ εἶχε δώσει.

Ἐκεῖνο τό βράδυ μέ ξύπνησε πάλι ἡ αἴσθησι μιᾶς “παρουσίας”. Πῆγα στό βωμό μου καί ἄναψα τά κεριά. Κάθησα σέ σιωπηλό διαλογισμό γιά λίγο, πρίν ἀρχίσω νά λέω τήν προσευχή-mantra καί νά καλῶ τή Βουδιστική θεότητα τήν ὁποία μοῦ εἶχαν ὑποδείξει νά χρησιμοποιήσω. Ἡ μεσιτεία του ἦταν ἰσχυρότατη. Ἐπικράτησε μιά βαθειά σιγή καί ἔνοιωσα μιά ἠρεμία καί γαλήνη πού διαπερνοῦσαν —μοῦ φάνηκε— τό δωμάτιό μου. Κάλεσα τό ὄνομα τῆς θεότητος ὅπως μοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ Rinpoche (τιμητικός τίτλος γιά δάσκαλο Vajrayana πού στήν κυριολεξία σημαίνει Πολύτιμο Πετράδι). Πρός μεγάλη μου ἔκπληξι, ἄκουσα μιά φωνή νά λέη “Ἐγώ δέν εἶμαι αὐτό”. Δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ ἀπό ποῦ ἐρχόταν ἡ φωνή αὐτή. Μοῦ φάνηκε σάν τήν δική μου φωνή, παρότι δέν θυμᾶμαι νά ξεστόμισα ἐγώ ἐκεῖνες τίς λέξεις. Δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ μέ ἀκρίβεια ἄν ἡ φωνή αὐτή ἦταν ἐσωτερική ἤ ἐξωτερική, πάντως ἦταν μιά φωνή πού εἶπε καθαρά καί χαρακτηριστικά “Ἐγώ δέν εἶμαι αὐτό”.

Ταράχθηκα συθέμελα. Καθόμουν ἀποσβολωμένος καί ἀμίλητος. Σηκώθηκα καί βγῆκα ἔξω ἀπ’ τό σπίτι. Πρέπει νά ἦταν τρεῖς καί μισή τά ξημερώματα καί ἕνα χλωμό φεγγάρι μόλις διακρινόταν πάνω ἀπ’ τόν ὠκεανό. Κάθισα στό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μας καί ἄρχισα νά κλαίω. Ὁ πόνος καί ὁ νόστος μέσα μου δέν εἶχαν μειωθῆ. Μᾶλλον εἶχαν φουντώσει περισσότερο. Εἶχα φθάσει στά ὅρια τῆς τρέλλας. Ἤμουν σίγουρος πώς κάτι συνέβαινε. Μόνο πού δέν ἤξερα τί. Ἔκλαψα μέ τήν καρδιά μου. Μέ λυγμούς. Τελικά, σήκωσα τό κεφάλι καί ρώτησα, “Ποιός εἶσαι;”.

Μόλις ξεστόμισα ἐκεῖνες τίς λέξεις, συνέβη κάτι τό ἀπίστευτο… Μόλις πρόφερα ἐκεῖνες τίς λέξεις, γέμισα μ’ ἕνα ἁπαλό Φῶς. Ξέρω, εἶναι δύσκολο νά κατανοηθῆ, ἀλλά ἐγώ πράγματι γέμισα ἀπ’ αὐτό τό Φῶς. Δέν ἦταν “ὁρατό” μέ τή συνηθισμένη ἔννοια. Ἦταν μιά φωτεινότητα πού μέ γέμιζε. Δέν μπορῶ νά περιγράψω ἐκεῖνο τό Φῶς, οὔτε νά περιγράψω πῶς ἕνα φῶς μπορεῖ νά κουβαλάη “γνῶσι”, πάντως ἐγώ ἤξερα πώς ἕνα Φῶς εἶχε διεισδύσει μέσα μου καί μάλιστα μέ γνώριζε προσωπικά. Ξέρω πώς αὐτό ἀκούγεται ἀπίστευτο, ἀλλά συνέβη. Τό Φῶς ὄχι ἁπλῶς μέ γνώριζε ἐμένα, τό Nilus, τόν ἀψίθυμο γερο-παράξενο, πού ὅλα τά εἶχε θαλασσώσει, ἀλλά μέ ἀγαποῦσε κιόλας —μέ ἀγαποῦσε πραγματικά…

Τηλεφώνησα στόν Καθεδρικό Ναό Ἁγ. Τριάδος (ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανικός Ναός τῆς Ἀμερικῆς στό San Francisco). Τό τηλέφωνο τό σήκωσε ἕνας ἄνδρας καί τόν ρώτησα ἄν οἱ ἀκολουθίες τελοῦνται στά Ἀγγλικά. Μοῦ ἀπάντησε μέ μιά βαρειά, Ρωσσική προφορά: “σέ σπαστά μόνο”. Ἔσκασα στά γέλια. Μέ καταγοήτευσε τό ἀνέκφραστο style τοῦ χιοῦμορ του. Σημείωσα τίς ὧρες τῶν Λειτουργιῶν καί τόν εὐχαρίστησα…

Ἔβρεχε καταρρακτωδῶς καί οἱ δρόμοι ἦταν σχετικά ἄδειοι. Ὁδήγησα μέχρι τήν πόλη τοῦ San Francisco καί μοῦ ἦλθε στό νοῦ μιά ἀχνή εἰκόνα μιᾶς Ρωσσικῆς ἐκκλησίας μέ γαλάζιους τρούλλους στήν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλεως. Στό εὑρετήριο, ὁ Καθεδρικός Ναός εἶχε διεύθυνσι τήν ὁδό Γκρήν καί εἶχα τήν ἐντύπωσι πώς πήγαινα στή σωστή κατεύθυνσι. Κάποια στιγμή, ἐντόπισα τόν τροῦλλο καί τό σταυρό… Ποτέ δέν βρίσκεις χῶρο γιά στάθμευσι στή συνοικία ἐκείνη, ἔτσι, καθώς πλησίαζα, εἶπα μέσα μου: “ἄν καταφέρω νά σταθμεύσω, θά σταματήσω. Ἄν ὄχι, θά πάω στά hamburgers”. Τή στιγμή κατά τήν ὁποία τό εἶπα, κάποιος ἔβαζε ὄπισθεν καί ἔφευγε ἀπό ἕνα χῶρο ἀπέναντι ἀπ’ τήν ἐκκλησία… “Ἐντάξει, ἐντάξει, θά πάω”.

Μπῆκα μέσα στήν ἐκκλησία τήν 7η Φεβρουαρίου 1999. Δέν τό ἤξερα ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἀλλά ἦταν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου…

Ξαναπῆγα τήν ἑπομένη Κυριακή.

Ἄρχισα νά παρακολουθῶ τά λόγια τῆς Λειτουργίας. Πολύ σύντομα, ἄρχισα νά πηγαίνω σέ μερικές βραδινές ἀκολουθίες κι ἔμεινα κατάπληκτος μέ ὅσα ἀπαγγέλλονταν. Δέν εἶχα ξανακούσει γιά θεολογία πού τραγουδιόταν καί ψαλλόταν μαζί μέ τά ἀναγνώσματα. Ἄρχισα νά ἀντιλαμβάνωμαι ὅλο καί περισσότερο πώς ὑπῆρχε ἕνας Χριστιανισμός μέσα στήν Ὀρθοδοξία πού ἦταν πιό ἀπέραντος καί πιό βαθύς ἀπ’ ὅ,τι γνώριζα. Ἐπίσης, ἄρχισα νά ἀκούω ἀναφορές γιά τό Φῶς, τό Φῶς πού ἔμοιαζε νά ἔχη πολλά κοινά μέ τήν ἐμπειρία μου τοῦ Φωτός πού δέν εἶναι Φῶς καί πού Γνωρίζει τό Ὄνομά μου. Ὑπῆρχε μέχρι καί μιά θεολογία πού ἀναγνώριζε τό Φῶς καί πού χρησιμοποιοῦσε αὐτό τό Φῶς ὡς περιγραφή γιά τό πῶς ὁ Θεός, ὁ Λόγος καί τό Ἅγ. Πνεῦμα καλεῖ καί ἀγαπᾶ… Ἄρχισα νά αἰσθάνωμαι πιό ἄνετα μέ τίς λέξεις Θεός καί Χριστός…

Ὅσο περισσότερο πήγαινα στίς θεῖες Λειτουργίες, τόσο περισσότερο ἔνοιωθα πώς ἐδῶ ἦταν τό μέρος πού θά ἔνοιωθα ἄνετα ὡς Χριστιανός. Πρέπει νά καταλάβετε, ὅμως, πώς ποτέ δέν ἔκανα χρῆσι αὐτῆς τῆς λέξεως. Ἀκόμα ἀντιστεκόμουν. Ἀκόμα δίσταζα. Τριγυρνοῦσα σάν κλεφτης, στίς παρυφές τῆς Χριστιανοσύνης, τόσο μέσα στίς σκιές τῶν κεριῶν ὅσο καί στό φῶς. Κρατιόμουν μέ τό ζόρι νά μήν κάνω μετάνοιες ἤ νά σταυροκοπηθῶ… Σκέφθηκα πώς τό παράκανα… Ἤμουν ἀκόμα Βουδιστής, ἁπλῶς ἐπισκεπτόμουν τό Χριστιανισμό. Αὐτή ἡ ἰδέα μοῦ ἐπέτρεπε νά συνεχίζω τόν ἐκκλησιασμό, χωρίς καμμία δέσμευσι… Ἕνα βράδυ, ἡ Μάτουσκα Βαρβάρα μέ πλησίασε καί μέ ρώτησε ἄν ἤθελα νά μάθω πῶς νά κάνω τό σταυρό μου. Ὅταν ἀπάντησα “ναί”, ξάφνιασα τόν ἑαυτό μου.

Ξέρω πώς ἀκούγεται παράδοξο, ἀλλά τό σταυροκόπημα ἄλλαξε τό πῶς ἔβλεπα τόν ἑαυτό μου καί πῶς ξεκίνησα νά λατρεύω ἔμπρακτα. Ἧταν τό πρῶτο σημεῖο τό ὁποῖο ἔκανα δημοσίως, σέ ἔνδειξι πώς ἐμπιστευόμουν τό Χριστιανισμό καί πώς ἄρχισα νά βλέπω τόν ἑαυτό μου ἐντός τοῦ Χριστιανικοῦ πλαισίου. Εἶναι δύσκολο νά ἐξηγηθῆ. Εἶναι μιά τόσο ἁπλή πρᾶξι, ἀλλά, κατά πολλούς τρόπους ἔγινε ἡ πρώτη μου πρᾶξι Χριστιανικῆς ἀποδοχῆς. Ἔγινε τό πρῶτο σημεῖο “ἐνδύσεως ἐν Χριστῷ”…

Ἡ Μ. Σαρακοστή εἶναι περίοδος ἔντονης πνευματικῆς ἀξιολογήσεως. Ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησία ἀρχίζει ἕνα συλλογικό ταξίδι πρός τήν Ἰερουσαλήμ, μαζί μέ τό Χριστό. Ὁλόκληρο τό 40ήμερο μεταμορφώνεται σ’ ἕνα κοσμικό δρᾶμα, πού αἰωρεῖται μέσα σ’ ἕνα χρόνο πού σπανίως εἶχα βιώσει στό Βουδισμό. Ὁ χρόνος ἔμοιαζε νά σμικρύνεται σχεδόν ἀναλογικά μέ τό πόσο μεγάλωναν οἱ ἀκολουθίες. Κατά περίεργο τρόπο, ὁ χρόνος χρησιμοποιόταν γιά νά ἐξαφανίση τό χρόνο…

Ἕνα βράδυ… τά γόνατά μου λύγισαν… Κατάλαβα τόν ἑαυτό μου νά γονατίζη ἑνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἔνοιωσα φοβερά ἄσχημα πού συγκρατιόμουν τόσο καιρό… Ἔνοιωσα τόσο κορόιδο καί ὑπερόπτης βλάκας… Τά πάντα μέσα μου μοῦ εἶχαν πεῖ γιά τήν Μεγάλη Ἀγαθή Καρδιά τοῦ Χριστοῦ καί ἐγώ εἶχα ἀρνηθῆ τήν ἀγκαλιά Του… Ὅταν τό μέτωπό μου ἄγγιξε τό πάτωμα, τότε ὁ Θεός ἄγγιξε τήν καρδιά μου… Μέ ἔπιασαν λυγμοί… Ὅταν ὁ πατήρ Βίκτωρ πλησίασε νά θυμιατίση τήν εἰκόνα, ἤξερα πώς εἶχε ἀντιληφθῆ τό κλάμα μου… Δέν μποροῦσα νά σταματήσω… Ντράπηκα τόσο πολύ… Ἔνοιωσα τόσο ἐκτεθειμένος… Τριγύρω μου ἦταν ὁ κόσμος τόν ὁποῖο συναναστρεφόμουν σέ τακτική βάσι, ὅλες τίς τελευταῖες ἑβδομάδες. Μέ εἶχαν δεῖ αὐθάδη, μέσα στό Βουδισμό μου καί φαίνονταν νά κρατοῦν ἀπόστασι ἀπό μένα. Μέ εἶχαν δεῖ νά κάνω πίσω. Μέ εἶχαν δεῖ νά κάνω τό σταυρό μου καί νά συνεχίζω νά κάνω πίσω. Τώρα ἔβλεπαν τά γόνατά μου νά λυγίζουν καί τό μέτωπό μου νά ἀγγίζη τό ξύλινο πάτωμα καί ἐμένα νά κλαίω, καθώς ὁ Θεός μοῦ ράγιζε τήν καρδιά…

Μοῦ ράγισε τήν καρδιά ἐκεῖ, ἐπί τόπου… Μπορῶ νά σᾶς ὑποδείξω καί τό ἀκριβές σημεῖο… Μέ εἶχε καλέσει μέσα στή νύκτα. Εἶχε διεισδύσει μέσα μου σάν Φῶς. Τώρα, μοῦ ράγισε τήν καρδιά… Δέν μπορῶ νά τό ἐξηγήσω πιό καθαρά. Ὁ Θεός συνέτριψε τήν καρδιά μου καί τήν ὑπεροψία μου καί τήν μοναχικότητά μου καί εἶχε κάνει τή μοναξιά κάτι τό ἀδύνατο. Μέ κρατοῦσε μετέωρο μέσα στό χρόνο καί στήν Ἀγάπη, παρότι δέν μοῦ ἄξιζε οὔτε μιά κεραία ἀπό αὐτήν.
Τώρα ἤμουν διαλυμένος ἀπ’ τήν Ἀγάπη. Ἤμουν ζητιάνος. Εἶμαι ζητιάνος…

Ὁδηγοῦσα πάνω ἀπ’ τή γέφυρα τοῦ Κόλπου τοῦ San Francisco, ὅταν μοῦ ἦλθε ξαφνικά ἡ σκέψι πώς… ὑπῆρχε ἡ αἴσθησι τῆς βεβαιότητος πώς ἡ ἀπόφασί μου ἦταν σωστή. Ὀφειλόταν στήν περίεργη, γλυκόπικρη ἀνάμνησι τοῦ Φωτός πού δέν εἶναι Φῶς καί Γνωρίζει τό Ὄνομά μου. Ἀκόμα καί μέσα στήν στενοχώρια ἐκείνη, τό Φῶς ἦταν παρόν. Ἄρχισα νά θυμᾶμαι καί νά ἐπαναφέρω τά πάντα στή μνήμη μου, ἀπ’ τό μεταμεσονύκτιο κάλεσμα καί τήν ἀναζήτησι διαρρηκτῶν… Ὅλο τόν ξεχνάω τό Θεό. Αὑτό εἶναι τό κουσούρι μου. Εἶχα ξεχάσει τό Θεό ἐπί εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια…

Στίς 23 Μαΐου 1999 βαπτίσθηκα μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Ἀμερική».

Από το βιβλίο:

Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ

Τα Ίχνη του Θεού – Από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία

εκδ. Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Αθήνα 2011


<>









Alexios Setir Cahyadi, Ινδονησία: Πώς μέ κέρδισε η Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη
 

O Alexios Setir Cahyadi περιγράφει την συγκλονιστική του ιστορία. Πως τον κέρδισε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας και άφησε τον Βουδισμό.

Σας την παρουσιάζουμε:

“Αφιερώνω αυτή τη μαρτυρία στην Αγία Τριάδα, με την καρδιά γεμάτη ευχαριστίες που δεν μπορούν να εκφραστούν πλήρως με λέξεις, σαν ελάχιστο δείγμα ταπεινής ευγνωμοσύνης και βαθιάς εξυμvήσεως του ενδόξου ονόματος του Θεού, επειδή η Χάρη Του με βοήθησε να γνωρίσω το αληθινό φως, που είναι ο Σωτήρας της ψυχής.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε βουδδιστική οικογένεια και με ζήλο παρακολούθησα τη βουδδιστική διδασκαλία. Έτσι έγινα τόσο καλός βουδδιστής, ώστε κατόρθωσα να φέρω στο Βουδδισμό και τη μωαμεθανή μνηστή μου. Παντρευτήκαμε σύμφωνα με το βουδδιστικό τυπικό.

Κατά τη διάρκεια του γάμου μας δεν είχα καμμιά ιδιαίτερη θρησκευτική εμπειρία σαν βουδδιστής. Λίγο αργότερα οι περιστάσεις με ανάγκασαν να εγκαταλείψω το χωριό μου και εγκατασταθώ στην πόλη Solo. Εκεί άρχισα να εργάζομαι στους σιδηροδρόμους, προς απογοήτευση της οικογένειας μου, η οποία ήθελε να γίνω διδάσκαλος του Βουδισμού.

Όσο καιρό εργαζόμουν στους σιδηροδρόμους (μετά εργάστηκα σε Ασφαλιστική Εταιρεία) έμενα σε μια συνοικία ότου κατοικούσαν πολλές χριστιανικές oικογένειες. Εκείνη την εποχή είχα την ευλογία να αποκτήσω δύο παιδιά, και τα δύο κορίτσια. Η μεγαλύτερη κόρη μου είχε πολλές χριστιανές φίλες. Μερικές απ’ αυτές παρακολουθούσαν το Κατηχητικό σχολείο της περιοχής. Η κόρη μου ήθελε να πηγαίνει μαζί τους στο Κατηχητικό, αλλά εγώ της το απαγόρευα. Εκείνη όμως έκλαιγε και ζητούσε να πηγαίνει. Τελικά αναγκάστηκα να υποχωρήσω.

Μια μέρα η κόρη μου έφερε μια μικρή καινή Διαθήκη, την οποία της είχαν δώσει στο Κατηχητικό. Από περιέργεια διάβαζα αυτό το μικρό βιβλίο, όταν είχα καιρό και αισθανόμουν ότι από κάπου μου εδίδετο η ικανότητα κατανοήσεώς του. Τώρα γνωρίζω ότι αυτό ήταν ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος. Σιγά-σιγά άρχισα να καταλαβαίνω πόσο μοναδική και διαφορετική είναι η χριστιανική διδασκαλία, σε σύγκριση με τη διδασκαλία, που εγώ πριν θεωρούσα σωστή. Η μοναδικότητα της μου αύξησε την επιθυμία να μάθω περισσότερα γι’ αυτήν την καινούργια και παράξενη χριστιανική διδασκαλία. Όσο διάβαζα, τόσο με συνέπαιρνε. Τελικά αποφάσισα ότι έπρεπε κάτι να κάνω. Ένας χριστιανός (προτεστάντης) φίλος με πήγε σε μια σύναξη προσευχής στο Solo. Δεν είχα όμως διδαχθεί να είμαι μέλος οποιασδήποτε Εκκλησίας, ούτε την αναγκαιότητα του Βαπτίσματος. Αυτή η προτεσταντική σύναξη προσευχής έδιδε και τη Θεία Κοινωνία, χωρίς την παρουσία χειροτονημένου κληρικού.

Μια μέρα, σε μια συγκέντρωση διαφόρων χριστιανών, συνάντησα κάποιον που φαινόταν ότι είχε πλατιά γνώση της χριστιανικής διδασκαλίας και μεγάλη σοφία. Ήταν ο π. Δανιήλ Bambang. Δεν γνώριζα τότε ότι ήταν ορθόδοξος Ιερέας. Από επιθυμία να μάθω περισσότερα για την ορθή πίστη, ζήτησα να παρακολουθώ τα δικά του μαθήματα. Έτσι κατηχήθηκα στην Ορθοδοξία επί αρκετούς μήνες.

Στη συνέχεια, με τη Χάρη του Παντοδύναμου Θεού και χωρίς κανείς να με αναγκάσει, βαπτίστηκα ορθόδοξος στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Τώρα γνωρίζω ότι είμαι στις αγκάλες της Αποστολικής Εκκλησίας, στους κόλπους της αληθινής αρχικής Εκκλησίας. Η πνευματική μου αναζήτηση έχει βρει το λιμάνι της αναπαύσεως κι η καρδιά μου έχει τη βεβαιότητα ότι βρίσκομαι στην αληθινή και αναλλοίωτη πίστη των Αγίων Αποστόλων, η οποία έχει διατηρηθεί ακεραία από την Ορθόδοξη Εκκλησία, διά μέσου των αιώνων. Είθε η δόξα και η λατρεία να αποδίδονται στο όνομα του Ενός και Μοναδικού Θεού· της Υπεραγίας Τριάδος· του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.


<>









Ορθόδοξες Ομαδικές Βαπτίσεις στην Ινδία με θαύμα του Σταυρού

Η Ινδία είναι μια πολύ μεγάλη χώρα στην οποία η πλειοψηφία είναι Ινδουιστές. Η χώρα αυτή δέχθηκε το κήρυγμα του Ευαγγελίου από τον Απόστολο Θωμά, όμως οι περισσότεροι κάτοικοί της έμειναν ειδωλολάτρες.

Κάποτε ένας ιεραπόστολος αφού κατήχησε και βάφτισε αρκετές οικογένειες Ινδών ύψωσε έναν ξυλόγλυπτο Σταυρό με τον Εσταυρωμένο τον οποίο στόλισε πολύ όμορφα.

Μια μέρα οι ειδωλολάτρες πήγαν στον Εσταυρωμένο και άρχισαν να τον περιγελούν πετώντας στο πρόσωπό του ακαθαρσίες φτύνοντας και χτυπώντας με ρόπαλα.

Ξαφνικά ο Χριστός έστρεψε το πρόσωπό του προς τα δεξιά και κοιτώντας τους είπε: “Γιατί με περιγελάτε;”.

Εκείνοι έμειναν στήλη άλατος, μάλιστα μερικοί πέθαναν από το φόβο τους. Οι υπόλοιποι έτρεξαν στους δασκάλους τους και τους είπαν για το θαύμα. Όταν επέστρεψαν μαζί με τους δασκάλους τους είδαν ότι το πρόσωπο του Χριστού ήταν ακόμη στραμμένο δεξιά και τόσο πολύ εξεπλάγησαν ώστε ζήτησαν και βαφτίστηκαν αμέσως.

Σήμερα στο σημείο που ήταν ο Εσταυρωμένος βρίσκεται ο καθεδρικός τους ναός, ο δε ξύλινος εκείνος σταυρός σώζεται μέσα στο Άγιο Βήμα.

Από το βιβλίο: π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης (Μετάφραση), Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα, Εκδόσεις Άθως, Α´ και Β´ τόμος



<>









Η θαυμαστή μεταστροφή της Ελένης από την Σρι Λάνκα, από το Βουδισμό στην Ορθοδοξία

Στήν Ι. Μονή Αγίας Μαρίνης και Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης στην Κωμόπολι Ξυλοτύμπου της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου στην Κύπρο γνώρισα και την Ελένη πού κατάγεται από την Σρί Λάνκα, δηλαδή την Κεϋλάνη.

H Ελένη, Βουδίστρια στο θρήσκευμα, πήγε στην Κύπρο για να γηροκομήσει μία γιαγιά, και ήσπάσθη τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό διότι βίωσε το έξης υπερφυσικό και θαυμαστό γεγονός:

Την Μεγάλη Πέμπτη συνόδευσε την γιαγιά στην Ακολουθία των Παθών, όπου εκεί είδε να επαναλαμβάνεται εμπρός της ή Σταύρωση του Κυρίου. Δηλαδή είδε ζωντανά όσα διαδραματίσθηκαν πάνω στον Γολγοθά την ώρα πού σταύρωσαν οι Εβραίοι τον Κύριο.

H Ελένη δεν γνώριζε τίποτε από τον Χριστιανισμό και όταν είδε αυτό το θέαμα, λυπήθηκε αφ’ ενός και απορούσε αφ’ έτερου γιατί εκείνοι οι κακοί άνθρωποι κτυπούσαν, χλεύαζαν και τελικά σταύρωσαν Αυτόν τον Άνθρωπο. Έμεινε άφωνη και δάκρυα πόνου κύλισαν από τα μάτια της. Λίγο αργότερα, όταν επέστρεψαν στο σπίτι, συγκλονισμένη από το θέαμα, μίλησε, και ρώτησε την γιαγιά να της εξήγηση για όλα εκείνα πού είδε αυτή ζωντανά.

H γιαγιά βέβαια της είπε τα πρέποντα και ως εκ τούτου ή Ελένη –πού το όνομα της ήταν άλλο– αφού είδε τον Ίδιο τον Χριστό εμπρός της και μάλιστα την στιγμή πού τον σταύρωναν απαρνήθηκε τον Βουδισμό. Τηλεφώνησε στην μητέρα της και εκείνη της είπε ότι αν γίνει Χριστιανή δεν θα την δεχθούν ποτέ στο πατρικό της σπίτι. Φυσικά η απειλή της μητέρας της δεν φόβισε την Ελένη και τοιουτοτρόπως βαπτίσθηκε και ζει Χριστιανικά στην Κύπρο, μακριά από την μητέρα της και την πατρίδα της.

Από το βιβλίο: Κ. Τριανταφύλλου, Ετών Πεντήκοντα – Αιτών 50 Ψαλμό, εκδ. Μικρά Ζύμη, Θέρμον Αιτωλία


<>









π. Παύλος Σαβάμπε Τακούμα, Ιαπωνία: Ο σαμουράι που έγινε Ορθόδοξος Ιερέας

Ο π. Παύλος Σαβάμπε Τακούμα ήταν ο πρώτος ορθόδοξος ιερέας της Ιαπωνίας και ένας από τους τρεις πρώτους ορθοδόξους χριστιανούς. Ήταν γιος ενός σαμουράι και γαμπρός ενός σιντοϊστή ιερέα.Ήταν φανατικός εθνικιστής και μισούσε κάθε ξένη επιρροή στην χώρα του.

«Κάποια βραδιά, λοιπόν, καθώς μελετούσε στο κελί του, βλέπει ένα σαμουράι να ορμά στο δωμάτιό του με το σπαθί στο χέρι. Θα τον έσφαζε, του είπε, εάν δεν σταματούσε να «διαφθείρει» με τα κηρύγματά του τους ντόπιους.

Ταπεινά ο Άγιος Νικόλαος δέχθηκε να πεθάνει, αν όμως πρώτα ο επίδοξος δολοφόνος του θα μάθαινε τι μελετούσε την ώρα εκείνη.

Ο σαμουράι άφησε το σπαθί του, για να ακούσει τι είχε να του πει ο Άγιος. Και έτσι αυτός άρχισε να του εξηγεί την δημιουργία του σύμπαντος από τον Θεό, το σχέδιο της Θείας Οικονομίας και πως ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο. Το αποτέλεσμα ήταν, ο παραλίγο δήμιός του να κατηχηθεί και να βαπτισθεί. Λίγα χρόνια αργότερα ο σαμουράι Τακούμα Σαβάμπε έγινε ο πατήρ Παύλος, ο πρώτος Ορθόδοξος Ιάπωνας ιερέας»

* * *

Ο Άγιος Νικόλαος Κασάτκιν διακονούσε τον Ιησού ως Ορθόδοξος Ιερέας στην Ιαπωνία κατά την ηγεμονία του Τοκουγάουα στην Έντο εποχή (1603-1868). Τότε έβλεπαν του ξένους με δυσπιστία και πολλοί ακόμα τους μισούσαν, ενώ ήταν παράνομο να προωθήσει κάποιος μια ξένη θρησκεία. Τα πρώτα χρόνια της διακονίας του ο Άγιος Νικόλαος βρέθηκε σε έντονη αντιπαράθεση με ένα πολεμιστή Σαμουράι που ήταν Σίντο ιερέας, τον Τακούμα Σαγάβε.

Ο σαμουράι είχε οπλιστεί με το σπαθί του και ήρθε σε αντιπαράθεση με τον ιερέα, σκοπεύοντας να τον σκοτώσει πριν ακόμα αρχίσει να κηρύττει. Με μια άγρια διάθεση ο σαμουράι στάθηκε μπροστά στον π. Νικόλαο. Τι δουλειά είχε αυτός ο άνθρωπος να καταφθάσει στην αγαπημένη του πατρίδα και να διδάσκει μια παράξενη θρησκεία; Θα του έδειχνε αυτός! Αν δεν μπορούσε να ακούσει από λόγια ίσως να έπρεπε να ληφθούν άλλα μέτρα.

Δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές για τον π. Νικόλαο. Γνώριζε ότι πολλοί Ιάπωνες αντιδρούσαν στην Ορθόδοξη πίστη. Και ορίστε που μπροστά του στεκόταν ένας περήφανος σαμουράι, ένας ειδωλολάτρης ιερέας του αρχαιότερου θυσιαστηρίου Σίντο της πόλης, να τον κοιτάζει ψυχρά, περιφρονώντας την Ορθόδοξη πίστη. Ο π. Νικόλαος δεν μπορούσε απλώς να τον αγνοήσει.

Η περίπτωση χρειαζόταν πρωτοβουλία και επειδή είχε προετοιμαστεί για χρόνια με σκληρή δουλειά, μελέτη και δυσκολίες στα πρώτα του χρόνια, ο π. Νικόλαος μπορούσε να αντιμετωπίζει τέτοιες δύσκολες καταστάσεις. Δείχνοντας ηρεμία άρχισε μια απαλή συζήτηση με τον εκνευρισμένο άνδρα. Το μίσος που ένιωθε ο σαμουράι δεν μπορούσε να διαρκέσει για πολύ. Έγινε σοβαρός και σκεπτικός.

Ορίστε τι έγραψε γι’ αυτόν ο Άγιος Νικόλαος: «Από την επόμενη κιόλας μέρα άρχισα να του εξηγώ την αγιασμένη ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης. Έφερε μαζί του χαρτί και καλαμάρι και άρχισε να γράφει όλα όσα του έλεγα.

Με διέκοπτε σχεδόν σε κάθε λέξη με αντιρρήσεις που χρειάζονταν επεξήγηση. Με την πάροδο των ημερών υπήρχαν όλο και λιγότερες παρεμβάσεις ενώ εξακολουθούσε να γράφει κάθε σκέψη και κάθε όνομα. Η διαδικασία με την οποία το χέρι του Θεού αναγεννούσε αυτόν τον άνθρωπο ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου».

Ο σαμουράι πολεμιστής-ιερέας Τακούμα Σαγάβε βαπτίστηκε με τη Χάρη του Θεού τον Απρίλιο του 1868 μαζί με δύο φίλους του, τον Σακάι και τον Ουράνο. Πήρε τ’όνομα Παύλος. Οι τρείς φίλοι έγιναν οι πρώτοι Ιάπωνες προσήλυτοι στην Ορθοδοξία.

Το 1875, ο Παύλος χειροτονήθηκε ως πρώτος Ιάπωνας ιερέας, ο οποίος εξακολούθησε να υπηρετεί την εκκλησία η οποία μεγάλωσε τις επόμενες δεκαετίες.
Εκοιμήθη ένα χρόνο μετά τον Άγιο Νικόλαο το 1913.

Αιωνία του η Μνήμη!

<>
















Ο άγιος Πατήρ Ιωάννης Καλαΐδης και η μεταστροφή μιας βουδίστριας στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό

Η Θ. Κ. είχε παρασυρθεί στα νεανικά της χρόνια και αναζητούσε τον Θεό εκτός Εκκλησίας. Έτσι προσχώρησε στον Βουδισμό. Ζούσε στην Αθήνα και είχε σημαντική κοινωνική θέση.

Επειδή ίσως είχε και πανεπιστημιακή μόρφωση, οι υπεύθυνοι της θρησκευτικής τους οργάνωσης την έκαναν “ιέρεια”του Βουδισμού. Με τη βοήθεια του διαβόλου σηκωνόταν ψηλά από το έδαφος και πίστευε ότι την σήκωνε ο Βούδας. Έτσι, μ’ αυτά τα δαιμονικά τεχνάσματα, παρέσυρε τριακόσιους περίπου χριστιανούς στον Βουδισμό. Όμως άρχισαν και οι δαιμονικές επιθέσεις εναντίον της γιατί είχε δώσει δικαιώματα στον σατανά. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί ούτε για ελάχιστα λεπτά της ώρας για πολλές μέρες. Στο σπίτι της ακούγονταν συνεχώς δυνατοί θόρυβοι και έτρεμαν τα έπιπλα στους διάφορους χώρους. Κατάλαβε ότι δε μπορούσε να συνεχίσει έτσι. Άρχισε να πηγαίνει στις εκκλησίες για να βοηθηθεί, αλλά δεν μπορούσε να δει τις εικόνες.

Ήρθε στον τόπο καταγωγής της, στις Σέρρες και την βοήθησε να εξομολογηθεί ο μακαριστός π. Μιχαήλ Μιχαηλίδης. Μόλις ο πνευματικός της διάβασε την συγχωρητική ευχή, έφυγε από το σώμα της το κάψιμο που ένιωθε για πολλούς μήνες. Μια αμαρτία όμως δυσκολευόταν, όπως μας έλεγε να την πει κι έμεινε το κάψιμο στο αριστερό της γόνατο για έξι μήνες. Μόλις την εξομολογήθηκε και αμέσως μετά την συγχωρητική ευχή, απαλλάχτηκε κι από αυτό το μαρτύριο. Άρχισε να κάνει πνευματική ζωή, αλλά από αυτούς που παρέσυρε στον βουδισμό, ελάχιστους κατάφερε να μεταπείσει για να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία. Τους τελευταίους μήνες της ζωής της αρρώστησε από καρκίνο. Ο π. Ιωάννης, τον οποίο είχε γνωρίσει από πνευματικά της αδέρφια, την βοήθησε πολύ. Όπως μας έλεγε όμως ο παππούλης, η προσευχή του δεν έφθανε στον Ουρανό. Ίσως ήταν θέλημα του Θεού να την πάρει από αυτή τη ζωή.

Σε μια επίσκεψή της στον π. Ιωάννη με την πνευματική της αδερφή Σ. Ζαχαρούλα, ο π. Ιωάννης της είπε να σταυρωθεί με άγιο μύρο από την Παναγία Μαλεβή, για να ανακουφιστεί από τους πόνους. Μόλις το άκουσε η φίλη της είπε: “Μα, παππούλη μου, πού να βρούμε τώρα μύρο από την Μαλεβή; Εγώ της έδωσα μύρο από την Παναγία της Άνδρου”. 

"Όχι", επέμεινε ο π. Ιωάννης, “να σταυρωθεί με μύρο της Παναγίας Μαλεβής”. Φεύγοντας από το Νεοχώρι η Θ.Κ. είπε: "Σε άγιο άνθρωπο με έφερες Ζαχαρούλα. Αυτό που είπε ο παππούλης για το μύρο της Μαλεβής, έχει νόημα. Κάποια φορά που πήγα στη Μαλεβή, μάλωσα με τις μοναχές για το μύρο και τις μίλησα άσχημα! Το είδε αυτό ο άγιος Γέροντας και για να μου θυμίσει να το εξομολογηθώ και να πάω να ζητήσω συγγνώμη από τις μοναχές, μου είπε ότι πρέπει οπωσδήποτε να σταυρωθώ με αυτό το άγιο μύρο”!

Μιλτιάδης Τσεσμετζής – εκπαιδευτικός, Σέρρες


<>








"Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα..."

Επιστολή από την πρώτη Ταϊβανέζα Ορθόδοξη Ιεραπόστολο Πελαγία Υu

“…Έλληνες, νομίζετε ότι είστε φτωχοί με την κρίση που διέρχεστε αλλά δεν ξέρετε πόσο πλούσιοι είστε…”.

Είμαι Κινέζα, γεννήθηκα στην Ταϊβάν και το χριστιανικό μου όνομα είναι Πελαγία. Ήμουν προτεστάντισσα και χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να γίνω Ορθόδοξη. Μου αρέσει να διαβάζω την Αγία Γραφή και έχω όλες τις εκδόσεις της στα κινεζικά.

Έχω επισκεφθεί την Ελλάδα και διαπίστωσα ότι είναι μια πολύ ξεχωριστή χώρα. Ταξιδεύοντας στην πατρίδα σας, πριν φθάσω ακόμα, μέσα στο αεροπλάνο διαπίστωσα πόσο διαφορετικοί είναι οι Έλληνες, πόσο ξένοιαστα μιλούσαν, πώς γελούσαν και πώς χειροκροτούσαν τον πιλότο κατά την προσγείωση, πράγμα απίστευτο για μας τους Ασιάτες που είμαστε συντηρητικοί και δεν εκδηλώνουμε τα συναισθήματά μας. Τώρα πια ξέρω ότι η ελευθερία έχει μέσα της λίγο πάθος και λίγο ένταση φωνής.

Στην Ελλάδα επισκέφθηκα πολλές εκκλησίες, συμμετείχα στη Θεία Λειτουργία και όταν κοινωνούσα τα Άχραντα Μυστήρια έκλαιγα, παρόλο που δεν καταλάβαινα την ελληνική γλώσσα γιατί η Ορθόδοξη πίστη είναι ίδια.

Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, να είχα γεννηθεί Ορθόδοξη να μεταλάβαινα τη Θεία Κοινωνία και να φιλούσα τις Άγιες Εικόνες από τα βρεφικά μου χρόνια μέχρι τον θάνατό μου.

Κλαίω για μένα και για τους συμπατριώτες μου, γιατί αντί της Θείας Κοινωνίας τρώμε και πίνουμε τα φαγητά των ειδώλων.

Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, για να γεμίζουν τα αυτιά μου από Άγιους Ύμνους.

Κλαίω για μένα και για τους συμπατριώτες μου, που τα αυτιά μας είναι γεμάτα με ήχους από τις σούτρες και τα ουρλιαχτά των ειδώλων.

Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, για να οσφραίνομαι τη γλυκιά ευωδία του λιβανιού.

Κλαίω για μένα και για τους συμπατριώτες μου, που η όσφρησή μας είναι γεμάτη από καπνούς από τις θυσίες στα είδωλα.

Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, ώστε τα χέρια μου να αγγίζουν τις εικόνες, τα Άγια Λείψανα και να αγκαλιάζουν την αγάπη του Χριστού.

Κλαίω για μένα και για τους συμπατριώτες μου, που τα χέρια μας αγγίζουνε είδωλα, ειδωλόθυτα και αγκαλιάζουν το τίποτα.

Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, να ανάβω λαμπάδες στον Χριστό και όχι όπως εδώ που καίμε χρήματα για τα φαντάσματα.

Έψαχνα την αλήθεια, χρησιμοποιώντας περισσότερες από 30 διαφορετικές εκδόσεις της Αγίας Γραφής, οι οποίες δυστυχώς όλες τους είναι γεμάτες λάθη (μεταφρασμένες από ετεροδόξους).

Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, ώστε να μπορώ να διαβάζω την Καινή Διαθήκη στο πρωτότυπο!

Κλαίω για μένα και για τους συμπατριώτες μου, γιατί έχουμε μάτια κι όμως είμαστε τυφλοί.

Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα, για να μπορώ να βλέπω παντού τη χάρη του Θεού.

Κλαίω για μένα και για τους συμπατριώτες μου, γιατί βλέπουμε παντού ναούς ειδώλων.

Ναι, είμαι Ορθόδοξη, αλλά ως Ταϊβανέζα, τα Ορθόδοξα βιώματά μου είναι φτωχά.

Κλαίω για μένα γιατί δεν έχω τη δυνατότητα να δείξω στους συμπατριώτες μου το μεγαλείο της πίστης μας… Οι άνθρωποι εδώ θέλουν να δουν σημεία και θαύματα…

Κλαίω για μένα και για τους συμπατριώτες μου, γιατί δεν έχουμε τη χάρη να βλέπουμε και να ακούμε τόσα θαύματα, τόσα άγια λόγια που έχετε δει και ακούσει 2000 χρόνια στην Ελλάδα και που ακόμα βλέπετε… Η Ταϊβάν δεν είναι ορθόδοξη χώρα, οι γιορτές μας δεν μοιάζουν καθόλου με τις δικές σας.

Λυπάμαι που στην Ελλάδα έχετε τόσο όμορφα βουνά, που τα καίτε και δεν τα φροντίζετε, αλλά θαυμάζω που σχεδόν κάθε βουνό έχει κι ένα μοναστήρι. Εμείς έχουμε τόσο όμορφα βουνά, αλλά γεμάτα από ναούς, μοναστήρια και είδωλα βουδιστικά.

Θα ήθελα να ήμουν Ελληνίδα ώστε να μπορώ να πάω να προσευχηθώ σε κάποιο μοναστήρι εύκολα.

Κλαίω για μένα και τους συμπατριώτες μου. Πρώτη φορά πήγα σε Μοναστήρι, στην Ιερά Μονή Τίμιου Πρόδρομου, στο Πήλιο. Ταξίδεψα από την Ταϊβάν στην Ελλάδα 16 ώρες με το αεροπλάνο, μερικές ώρες με το τραίνο ως τη Λάρισα και άλλη μία ώρα, με το αυτοκίνητο της Μονής, που το οδηγούσε μια αδελφή…

Είδα τα παλιά ερείπια της Ιεράς Μονής, είδα τόσα αλλά μέρη στην Ελλάδα εγκαταλελειμμένα και μάτωσε η καρδιά μου. Στην Ταιβάν δεν έχουμε τόσο αρχαία Άγια και όμορφα μέρη, αλλά εσείς δεν τα εκτιμάτε.

Κλαίω που δεν έχουμε εδώ όμορφες εικόνες. Κλαίω γιατί νοιώθω τον Χριστό αδύναμο, γυμνό.

Έλληνες, νομίζετε ότι είστε φτωχοί με την κρίση που διέρχεστε αλλά δεν ξέρετε πόσο πλούσιοι είστε.

Η Ταιβάν είναι χώρα με μεγάλη ανάπτυξη αλλά βρίσκεται στο σκοτάδι του σατανά και η πνευματική μας ζωή είναι κενή.

Στην Ελλάδα είδα πολλούς Έλληνες, ιδίως τις Κυριακές, να γλεντάνε να πίνουν και να μην πηγαίνουν στην εκκλησία. Εδώ όμως στην Ταϊβάν οι συμπολίτες μου αλλά κυρίως οι νέοι, ακόμα και να ήθελαν να έρθουν στην εκκλησία μας είναι σχεδόν αδύνατο, διότι η μόνη Ορθόδοξη εκκλησία που υπάρχει είναι ένα δωμάτιο στον 4ο όροφο μιας πολυκατοικίας στην άκρη της Ταϊπέι και πολλές φορές πολύς κόσμος μένει έξω από την Εκκλησία γιατί ο χώρος είναι μικρός.

Αδελφοί και αδελφές μου στην Ελλάδα, παρόλο που είμαι πνευματικά ανάπηρη, έχω ακόμα τα πόδια μου ζωντανά ώστε να γονατίσω μπροστά σας και να ζητιανέψω.

Θα παρακαλέσω να με θεωρήσετε σαν τον φτωχό Λάζαρο, να μας θρέψετε με τα απομεινάρια του πνευματικού πλούτου που έχετε, να μας ρίξετε μερικά ψίχουλα από τα αποφάγια σας, από τα αφιερώματα που χαρίζετε στις εκκλησίες σας, από τα πολλά εκκλησάκια που έχετε σε κάθε γωνιά της πατρίδος σας.

Το Ορθόδοξο ποίμνιο μας όπως γνωρίζετε είναι μικρό, λιγότερο από εκατό ψυχές. Δεν είμαστε πλούσιοι. Δεν έχουμε τη δύναμη να αγοράσουμε μια καλή αίθουσα μέσα στην πόλη για να καλύψουμε τις λατρευτικές μας ανάγκες, τις κατηχήσεις, τα μαθήματα που παραδίδει ο π. Ιωνάς και να προσελκύσουμε τους νέους κυρίως όσους θέλουν να μας γνωρίσουν από κοντά. Αυτούς που μέχρι τώρα πληροφορούνται για την ύπαρξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ταϊβάν μέσω διαδικτύου.

Δεν σας ζητώ να χτίσουμε Εκκλησία. Θα κόστιζε εκατομμύρια. Βοηθήστε μας μόνο να αγοράσουμε ένα μεγαλύτερο χώρο στο κέντρο της πρωτεύουσας τον οποίο θα μετατρέψουμε σε Εκκλησία για χάρη του έθνους μου, των αδελφών μου, που δεν άκουσαν και δεν γνώρισαν ποτέ τον Χριστό μας. Είμαστε 23.000.000 άνθρωποι! Κι όμως σας έχουμε ανάγκη…

Αδέλφια μου αν χρειαστεί να δουλέψω για σας, για να ξεπληρώσω λιγάκι την αγάπη σας, θα το κάνω με όλη μου την καρδιά και σε όλη μου τη ζωή.

Ευχαριστώ και να με συγχωρείτε.
Πελαγία Yu

πηγή: http://www.iersyn.gr/pelagia_letter.php




<>









Μοναχός Αδριανός: Αναρρίχηση Ιμαλαϊων προς τον Χριστό - Από την κενότητα στην Ορθοδοξία

Βρέθηκα περιστοιχισμένος από τις πέντε ψηλότερες κορυφές των Ιμαλαΐων, στα 14.000 πόδια υψόμετρο.  Χάζευα την οροσειρά Αναπούρνα καθώς ανέτειλε πάνω τους ο ήλιος.  Το ταξίδι μου στο Νεπάλ είχε αρχίσει πριν λίγες εβδομάδες, και το αποκορύφωμά του ήταν αυτό.  Στεκόμουν έκθαμβος ενώπιον της αδιάφθορης ομορφιάς που απλωνόταν πάνω από μένα, όταν μια σκέψη τρύπωσε στο νου και δεν έλεγε να φύγει: «Ε και, λοιπόν, ποιος ο σκοπός;»  Ο εγωισμός μου αμέσως ανταπάντησε στο τυχαίο αυτό σχόλιο: «Ποιος ο σκοπός; Τι εννοείς, ποιος ο σκοπός; Ο σκοπός είναι πως έκανες τόση πεζοπορία για να δεις αυτά τα βουνά. Λοιπόν, απόλαυσέ τα τώρα!»  Και όμως, η σκέψη εκείνη ταλάνιζε τον νου μου.  Ναι, ήταν όντως από τα ωραιότερα θεάματα που είχα δει ποτέ, και χαιρόμουν την στιγμή αυτή, αλλά, πού θα βρίσκονται τα συναισθήματα αυτά αύριο, που δεν θα είμαι πια τόσο πολύ εμπνευσμένος;  Η χαρά του κόσμου αυτού ποτέ δεν μπόρεσε να μου δώσει ικανοποίηση.  Θα έπρεπε να το είχα αντιληφθεί κατά την διάρκεια της ζωής μου, άλλα χρειάστηκε να σκαρφαλώσω στην κορυφή του κόσμου για να το παραδεχθώ.  Και αυτό ακριβώς, ήταν το πρώτο βήμα μου προς τον Χριστό και την Ορθοδοξία.

Μέχρι εκείνο τη σημείο, ολόκληρη η ενήλικη ζωή μου υπήρξε κοσμική, αφιερωμένη στην απόλαυση ποικίλων παθών.  Είχα αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο στα 21 μου χρόνια, με σχέδια να γίνω επιχειρηματίας, ενώ παράλληλα θα επιδίωκα καριέρα στην ζωγραφική.  Εντός ενός έτους, φάνηκε πως πλησίαζα να πετύχω τον στόχο μου. Ζούσα τότε στο Λονδίνο, απασχολούμενος από την εταιρεία Ι.Β.Μ.   Η εργασιακή μου θέση ήταν εξασφαλισμένη και μια προαγωγή ήταν καθ’ οδόν.  Η προσωπική μου ζωή έμοιαζε με αυτή των περισσοτέρων της γενιάς μου:  περιστασιακές σχέσεις, κυνήγι της άνεσης και συνεχείς περισπασμούς, για να προστατεύω τον εαυτό μου από τυχόν ενδοσκόπηση.

Περίπου τον ίδιο καιρό, η αδελφή μου έγινε Ορθόδοξη μοναχή στην Αλάσκα. Αν αυτό ήταν σύμπτωση ή όχι, δεν είμαι βέβαιος. Πάντως, από εκείνη την στιγμή και μετά, το πάθος μου για εγκόσμιες αναζητήσεις άρχισε να φθίνει. Εξετάζοντας τους συνεργάτες μου, έβλεπα πως κανείς τους δεν φαινόταν πραγματικά χαρούμενος ή ικανοποιημένος.  Εκείνη η διαφεύγουσα ποιότητα της ικανοποίησης ποτέ δεν βρισκόταν εκεί, αλλά πάντοτε, σαγηνευτικά, μας περίμενε μετά την στροφή.  Ταξίδια, αθλήματα, ποτά με τα «παιδιά»…όλα αυτά φάνταζαν περισσότερο καθημερινά μέρα με την μέρα.  Κάθε Δευτέρα, η ίδια ερώτηση: «Πώς πήγε το Σαββατοκύριακό σου;»  Κάθε Παρασκευή πάλι: «Τίποτε σχέδια για το Σαββατοκύριακο αυτό;»  Το Λονδίνο γινόταν όλο και πιο γκρίζο, και το σιγανό, επίμονο ψιλόβροχο ποτέ δεν κατάφερε να ξεπλύνει ολότελα την βρωμιά…

Αντί να εμβαθύνω στα αίτια της πλήξης μου, έριχνα το φταίξιμο σταθερά επάνω στους ώμους της εταιρικής κουλτούρας.  Υπέθετα πως η δυσφορία μου προς τον κόσμο οφειλόταν στο κυνηγητό του χρηματικού κέρδους. Έτσι, παραιτήθηκα από την ΙΒΜ,  ετοίμασα τις βαλίτσες μου και επέστρεψα στην Αμερική.  Κρατώντας γερά την δυσφορία μου αυτή για την ευμάρεια και την κοινωνική αποδοχή, άρχισα να κατηφορίζω προς την… Βοημία. Περιέργως, παρέλειψα να παρατηρήσω έγκαιρα πως οι ίδιοι κανόνες που διέπουν την αποδοχή στον εταιρικό βίο, ισχύουν και στον εναλλακτικό βίο. Αντί για κοστούμι, δερμάτινο σακάκι. Αντί του Rolex στο χέρι, ένα τατουάζ. Αντί για μανικετόκουμπα, τρύπημα στο φρύδι για σκουλαρίκι.  Και πάλι, είχες μπροστά σου τον ίδιο άνθρωπο.

Άρχισα να επιδιώκω την απόκτηση ενός πτυχίου Μάστερ στην σχολή καλών τεχνών, και βρήκα δουλειά στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.  Τα έργα μου αποτελούσαν κάτι τεράστιοι –επί παραγγελία- καμβάδες, σκεπασμένοι με παχιές στρώσεις πίσσας.  Η πίσσα δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί σαν μέσο τέχνης μέχρι τότε, έτσι η δουλειά μου έγινε ταχύτατα δημοφιλής.  Έβαλα τα δυνατά μου, να δείχνω παθιασμένος με τους αφανείς μοντέρνους φιλοσόφους, τα μετά-πανκ έργα και τα καληνυχτίσματα αργά την νύχτα, αλλά όλα αυτά με κούραζαν.  Υπέθεσα πως κάτι λάθος υπήρχε σε μένα. Γιατί να το βρίσκω υπεράνω των δυνάμεών μου, να κάνω σοβαρή συζήτηση για μια επίδειξη σε γκαλερί, που στα εκθέματά της είχε σαν επίκεντρο ένα καλάθι γεμάτο από τσαλακωμένα τενεκεδάκια αλουμινίου, και εσώρουχα τεντωμένα πάνω σε κομμάτια σύρματος;  Γιατί δεν μπορούσα να αντλήσω χαρά, παρακολουθώντας ένα ανερχόμενο καλλιτέχνη να κρώζει σαν κότα επί δεκαπέντε λεπτά; Ευτυχώς, πολύ γρήγορα εξαντλήθηκα από αυτόν τον «εναλλακτικό» τρόπο ζωής,  και ήταν ακριβώς τότε, που μου τηλεφώνησε ένας φίλος, να με ρωτήσει αν ήθελα να πάω στην Ιαπωνία.  Πάντα με ενδιέφεραν οι Ασιατικές κουλτούρες, και, μιας και θεωρούσα τον εαυτόν μου ένα κατ’ εξοχήν περιπλανώμενο, βρέθηκα, μέσα σ’ ένα μήνα, στο Κυότο της Ιαπωνίας.

Εγκλιματίστηκα γρήγορα στο νέο περιβάλλον. Μέσα σε δύο εβδομάδες, είχα γραφτεί σε μαθήματα γλώσσας, και μάλιστα βρήκα εργασία διδάσκοντας Αγγλικά.  Ήταν αλλόκοτο, να ζεις σε μια χώρα όπου μπορεί κανείς να αφήσει το αυτοκίνητό του με την μηχανή αναμμένη μέχρι να πάει να ψωνίσει κάτι από ένα μαγαζί, χωρίς να ανησυχεί πως θα του το κλέψουν.  Η τιμιότητα ήταν το μέτρο, και αυτό ενεργοποίησε μια αλλαγή μέσα μου.  Η συνείδησή μου άρχισε να επανέρχεται στη ζωή.  Ένοιωσα τρομερή ανακούφιση, όταν άρχισα να κάνω απλά πράγματα όπως να πληρώνω το σωστό αντίτιμο στα διόδια.  Ήταν η απλή τήρηση των νόμων, χωρίς καμία βαθύτερη κατανόηση, όμως ήταν ο καταλύτης για λεπτές αλλαγές, και μπορούσα να ανασάνω πιο εύκολα.

Ζώντας μέσα στην αρχαία πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, βρέθηκα εκτεθειμένος καθημερινά σε μια παράδοση δύο χιλιάδων χρόνων.  Είχα ανατραφεί στα προάστια της Νοτίου Καλιφόρνιας (το γηραιότερο κτίριο της γειτονιάς μου ήταν δέκα μόλις ετών), και τώρα βρέθηκα να κατοικώ δίπλα σε ένα ναό χιλίων ετών, που είχε υπηρετήσει αμέτρητους αυτοκράτορες.  Οι ναοί, οι κήποι, και τα έθιμα, άρχισαν να δίνουν τροφή σε μια ψυχή που είχε καταναλώσει υπερβολικές ποσότητες πίσσας.  Καθώς ένοιωθα να με προσελκύει με φυσικότητα η ομορφιά των παραδόσεων, μπήκα σε μια φάση ενασχόλησης με τον Βουδισμό του Ζεν. Για ένα μυαλό εύκολα αποσπώμενο και ανυπόμονο, μου φάνηκε υπερβολικά δύσκολος δρόμος.  Σε ένα ναό Ζεν, υπάρχει μόνο ένας σωστός τρόπος να κάνεις κάθε πράξη, και πρέπει να γίνεται με ακρίβεια.  Οι υποκλίσεις μου ήταν πολύ απότομες, και οι κάλτσες μου ποτέ δεν ήταν αρκετά καθαρές.  Ο ιερέας ένοιωθε φρίκη  με την εμφάνισή μου.  Η τελειότητα ήταν απαίτηση, και εγώ ήμουν εξαιρετικά ανεπαρκής.  Τελικά διέκοψα, όχι λόγω της ανεπάρκειάς μου, αλλά λόγω της τελείας απουσίας της χαράς που ένοιωθα εκεί πέρα.  Παραήταν όλα μηχανικά: πάτα τα σωστά κουμπιά, και λάβε διαφωτισμό.  Υπήρχε μια σχετική γαλήνη που την ένοιωθα μετά τον διαλογισμό, αλλά αυτό βοηθούσε άραγε και τους άλλους εκεί;  Σκεφτόμουν, πως μπορούσα να επιτύχω την ίδια γαλήνη με λιγότερο κόπο, καταπίνοντας ένα ηρεμιστικό χάπι…

Πέρασαν τρία χρόνια, τα Ιαπωνικά μου ήταν επαρκή, και ένοιωθα πως είχα ξεκοκαλίσει όλα όσα ήταν χρήσιμα από την κουλτούρα αυτή.  Η πρόκληση της επιβίωσης σε μια ξένη κουλτούρα είχε εξατμιστεί, ο μισθός μου ήταν υψηλός, η δουλειά μου εύκολη… διέκρινα τον εαυτό μου να γίνεται χαλαρός.  Άνετα θα μπορούσα να περάσω τα επόμενα σαράντα χρόνια σ’ αυτήν την γεμάτη θαλπωρή γωνιά που είχα σμιλέψει μόνος μου.  Όμως, παράτησα την δουλειά μου, παρέδωσα το σπίτι μου και άρχισα το αργό ταξίδι επιστροφής στην Αμερική.

Γύρισα όλη την Ασία, από το Βιετνάμ μέχρι κάτω στην Σιγκαπούρη, χωρίς κανένα σαφή προορισμό κατά νουν.  Ο ενθουσιασμός για νέους τόπους και συνταξιδιώτες με αποσπούσε τον περισσότερο καιρό,  όμως, πριν πάω για ύπνο, ο βουβός πόνος της κενότητας πάντα επέστρεφε.  Συνέχιζα να αναζητώ διακαώς εκείνο το στοιχείο που έλειπε από την ζωή μου.  Ταξίδεψα ως τις πιο απόμερες τοποθεσίες των Βουδιστών και των Ινδουιστών. Μέχρι να φτάσω εκεί, είχα ήδη προγραμματίσει τον επόμενο σταθμό του ταξιδιού μου. Διασχίζοντας την Βιρμανία, επισκέφθηκα ένα ναό έξω από την πόλη Μανταλάη.   Χιλιάδες σκαλοπάτια πάνω στην πλαγιά του βουνού οδηγούσαν στον ναό  που αγνάντευε πάνω από ολόκληρη την πόλη.  Καθώς άρχισα να ανηφορίζω, αντιλήφθηκα ένα Βουδιστή μοναχό να προχωράει δίπλα μου, συντονισμένος με το δικό μου βήμα.  Ήταν πενηντάρης, κοντός, κάπως παχουλός, με ένα ροδαλό, χαρούμενο παρουσιαστικό.  Μου συστήθηκε, και συνεχίσαμε την ανάβασή μας.  Φτάνοντας στην κορυφή, καθίσαμε σε ένα τοιχείο του ναού να κουβεντιάσουμε, καθώς ο ήλιος βασίλευε πάνω από την Μανταλάη.  Αφού είπαμε τα τυπικά, ευχάριστα εισαγωγικά μας, γύρισα την κουβέντα στην πολιτική κατάσταση της Βιρμανίας (η χώρα αυτή βρίσκεται υπό ένα σκληρό στρατιωτικό καθεστώς, όπου δολοφονήθηκε μεγάλο μέρος του πληθυσμού ύστερα από αναταραχές ενάντια στις διαβρωμένες πολιτικές, στα τέλη της δεκαετίας του 80).

Αναστέναξε, και μου έριξε μια απογοητευμένη ματιά, λέγοντας: «Γιατί θέλεις να μιλήσουμε για αυτό το θέμα;»  Μουρμούρισα κάποια δικαιολογία για να καλύψω τον πραγματικό λόγο της ερώτησης, ο οποίος ήταν η επίδειξη πως έχω άποψη επί σοβαρών θεμάτων.  Εκείνος γύρισε την κουβέντα προς μια τελείως αλλιώτικη κατεύθυνση. «Την περασμένη εβδομάδα, είδα μια ταινία με τίτλο ‘Ιησούς από την Ναζαρέτ’. Τι υπέροχη ζωή!»  Για τα επόμενα δέκα λεπτά, εξυμνούσε τις αρετές του Χριστού. Προσηλυτιζόμουν από ένα Βουδιστή μοναχό, όχι για να μεταστραφώ στην δική του θρησκεία, αλλά στον Χριστιανισμό!  Με αποστόμωσε…  Είχα μια ιδέα του εαυτού μου, πως βρίσκομαι πολύ πιο πάνω από τον Χριστιανισμό, από τον καιρό που πήγαινα στο γυμνάσιο, και νάσου τώρα ένας παγανιστής που μου ξαναδίνει πίσω αυτά που είχα απορρίψει.  Εξ αιτίας των λόγων ενός απλοϊκού Βιρμανού μοναχού, αφυπνίστηκα στο ενδεχόμενο να υπάρχει κάτι περισσότερο στον Χριστιανισμό από το εξωτερικό περίβλημα που είχα απορρίψει.  Δεν είχα ακόμα νοιώσει την ανάγκη εκείνη την στιγμή να κάνω σοβαρή εξερεύνηση του Χριστιανισμού, πάντως το έδαφος του φυτώριου ετοιμαζόταν.

Πέρασε λίγος καιρός, και προχώρησα στο Νεπάλ, όπου θα συναντιόμουν με κάτι φίλους για μια εκστρατεία πεζοπορίας στα Ιμαλάϊα.  Έφτασα λίγο πριν από αυτούς, έτσι, αποφάσισα να μείνω εν τω μεταξύ σε ένα Βουδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ.  Βρήκα ένα, σε μικρή απόσταση από το Κατμαντού, που πρόσφερε μαθήματα στα Αγγλικά. Πήγα εκεί σαν πολιτισμικός τουρίστας, γευόμενος έτσι το επόμενο πιάτο στον μπουφέ των ποικίλων θρησκειών του κόσμου.

Έφτασα, γεμάτος σκεπτικισμό για τα πάντα, περιμένοντας να βρω πολλούς «φευγάτους» νεο-εποχίτες εκεί μέσα. Μετά τις πρώτες λίγες μέρες, οι γνώμες μου άλλαξαν εντελώς.  Εδώ δεν ήταν καμία «αναπαυτική» χιλιαστική θρησκεία. Οι άνθρωποι αυτοί στ’ αλήθεια έπασχαν να αποκτήσουν την αλήθεια.  Προς μεγάλη μου έκπληξη, έμαθα πως πίστευαν στην ύπαρξη κολάσεως.  Μα, ποιος άνθρωπος σ’ αυτή την μοντέρνα εποχή πιστεύει στην κόλαση;  Και όμως, για τους ανθρώπους αυτούς, η κόλαση ήταν η φυσική κατάληξη μιας σπαταλημένης ζωής.  Κατακυριεύτηκα από περιέργεια.  Άρχισα να ακούω πιο προσεκτικά, καθώς ανέλυαν τις περαιτέρω διδαχές.  Ο πυρήνας της θρησκείας είναι η ιδέα πως όλα τα όντα ζουν σε ένα παροδικό κόσμο επιθυμιών και δοκιμασιών.  Κάθε δοκιμασία πηγάζει από το κυνήγημα των προσωρινών πραγμάτων: αντ’ αυτού, πρέπει να στραφούμε προς αυτά που είναι μόνιμα, όπως η αλήθεια.  Ο μόνος τρόπος να το αποκτήσουμε αυτό, είναι να πάψουμε να γαντζωνόμαστε πάνω στο εγώ μας, και να ζούμε για τους άλλους.  Ο μόνος τρόπος που μπορούμε εμείς να αποκτήσουμε την χαρά, είναι όταν βάλουμε την χαρά των άλλων πάνω από την δική μας.  Αποσβολώθηκα!  Μετά από 27 χρόνια που συνεχώς ακούς: «Κάνε, ό,τι αισθάνεσαι να είναι ευχάριστο», οι Θιβετιανοί μου έλεγαν τώρα πως αυτά που σου δίνουν ευχαρίστηση θα σε κάνουν μάλλον δυστυχή σ’ αυτή την ζωή ή την επόμενη.   Η ιδέα αυτή μου φάνηκε τόσο επαναστατική, και όμως, κάτι μου έλεγε πως την είχα ξανακούσει, κάπου, παλιότερα…

Μετά από λίγες εβδομάδες στο μοναστήρι, έφυγα με τους φίλους μου, που εν τω μεταξύ είχαν φτάσει στο Νεπάλ.  Πήραμε ένα λεωφορείο υπεραστικό, και μετά αρχίσαμε την πεζοπορία μας στην οροσειρά Αναπούρνα.  Με τα σακίδιά μας γεμάτα, σκαρφαλώσαμε μέχρι τα 14.000 πόδια μέσα σε 2 εβδομάδες.  Το τοπίο ήταν απερίγραπτο, το περιβάλλον άλλαζε, από γόνιμες πεδιάδες, σε πυκνά δάση, σε χιονοσκέπαστες κορυφές..  Η πεζοπορία ήταν βαρετή μερικές φορές, καθ’ όσον ανηφορίζαμε για 1.000 μέτρα, και μετά φτάναμε σε πεδιάδα, όπου κατηφορίζαμε την ίδια απόσταση.  Η ομορφιά της δημιουργίας ήταν μεν εκπληκτική, όμως, κάθε βράδυ όταν έπεφτα για ύπνο, εκείνο το παλιό συναίσθημα πως κάτι μου λείπει ξαναεμφανιζόταν. Πίστευα πως θα εξαφανιζόταν, μόλις θα έφτανα στους πρόποδες των Αναπούρνα.

Φτάσαμε στον προορισμό μας κάποιο απόγευμα, λαχανιάζοντας και αρκετά απογοητευμένοι.  Ολόκληρη η περιοχή ήταν βυθισμένη σε ένα ανάχωμα νέφους, εντός του οποίου βρεθήκαμε και εμείς.  Εξερευνήσαμε τους παγετώνες και περάσαμε την ώρα μας σκυμμένοι πάνω από μια σόμπα σε μια μικρή καλύβα.  Έφτασε το βράδυ, αλλά δεν φαινόταν να διαλύεται το σύννεφο.  Πήγαμε για ύπνο, και ξυπνήσαμε λίγο πριν την ανατολή, διαπιστώνοντας πως ο καιρός είχε ανοίξει.  Βγήκα έξω, και τα μάτια μου αντίκρυσαν ένα από τα πιο καταπληκτικά θεάματα του κόσμου.

Αργά-αργά, ο ήλιος ανέτειλε πάνω από την κορυφή του κόσμου, και πίστευα πως αν άπλωνα το χέρι, θα τον ακουμπούσα.  Εκείνη την στιγμή, ξεπρόβαλλε πάλι εκείνη η ποταπή σκέψη στο νου: «Ποιος ο σκοπός;»  Τότε άστραψε μέσα μου ο λόγος:  ολόκληρο αυτό το ταξίδι είχε γίνει για την προσωπική μου ευχαρίστηση.  Μόλις θα έφευγε εκείνος ο στιγμιαίος ενθουσιασμός, θα επανερχόμουν στην πρότερη, κανονική μου κατάσταση. Βασανίστηκα με φουσκάλες, πονεμένα γόνατα, εντερικά, και για ποιο σκοπό;  Για να δω ένα τιμημένο αλλά τελικά ένα ακόμα… όμορφο τοπίο. Λοιπόν; Μήπως αυτό με είχε βελτιώσει σαν άνθρωπο, ή μήπως βοηθήθηκε κάποιος άλλος;  Όχι.  Είχε απλώς ταΐσει τον εγωισμό μου.   Είχα συγκεντρώσει εξαιρετική τροφή για κουβέντα σε φιλικά πάρτυ.  Πού πήγαν όλα τα υψηλά Βουδιστικά ιδανικά μου;  Εκείνη την στιγμή, διέκρινα πως η ζωή μου έπρεπε να αφιερωθεί σε κάποια υψηλότερη αρχή από τις επίγειες απολαύσεις.  Αποφάσισα να επιστρέψω στο μοναστήρι.

Πέρασα τους επόμενους λίγους μήνες μελετώντας Βουδιστική φιλοσοφία του Θιβέτ και τεχνικές διαλογισμού.  Πάλι όμως, υπήρχαν ορισμένα στοιχεία που δυσκολευόμουν να δεχθώ.  Το δόγμα περί Κάρμα φαινόταν να μην αφήνει περιθώρια για ελεύθερη βούληση στον άνθρωπο.  Οι αποφάσεις για την διάπραξη καλού ή κακού πάντοτε κυβερνώνται από προηγούμενες ενέργειες.  Πώς ήταν δυνατόν να απαγκιστρωθεί κανείς, αν η κάθε απόφασή μας είναι προκαθορισμένη;  Αν κάποιος είχε αμαρτήσει προ αμνημονεύτων χρόνων καθώς πιστεύουν, πώς θα μπορούσε κανείς να καθαρθεί, μέσα σε ένα τόσο μικρό διάστημα ζωής;  Κατά κάποιον τρόπο, αυτό που ήταν πιο δύσκολο, ήταν ότι φάνταζε τόσο λογικό. Λες και είχε επινοηθεί από ανθρώπινο νου.  Πάντως, η φιλοσοφία της αυτοθυσίας είχε ριζώσει μέσα μου, άσχετα αν είχα αμελήσει να πράξω ανάλογα.  Ήξερα πως δεν μπορούσα πια να κάνω την ζωή που έκανα.

Όσο έμεινα στο Βουδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ, άρχισα να διαβάζω το βιβλίο «Οι Περιπέτειες ενός Προσκυνητή». (σ.τ.μ. στην Ελλάδα εκδίδεται από τις Εκδόσεις  Παπαδημητρίου)  Στον προσκυνητή είδα την πραγμάτωση της αυταπαρνήσεως και συμπόνοιας που είχα βρει στον Θιβετανικό Βουδισμό, μόνο που προερχόταν από την Χριστιανική παράδοση με την οποία είχα ανατραφεί.  Γιατί άραγε δεν είχα ακούσει για αυτά, μεγαλώνοντας μέσα στην Καθολική Εκκλησία; Ακόμα πιο παράδοξο ήταν το γεγονός πως η αδερφή μου ήταν Ρωσσο-Ορθόδοξη μοναχή, και όμως, εγώ δεν είχα ιδέα για τις μυστηριακές ιδιότητες αυτής της θρησκείας.  Αποφάσισα πως ίσως δεν είμαι έτοιμος να γίνω Βουδιστής και πως θα έπρεπε να ερευνήσω την δική μου κληρονομιά περισσότερο.

Αφού δέχθηκα αρκετές ξυλιές στο κεφάλι, κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλα τα ταξίδια μου ήταν μάλλον μάταια και πως έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι και να ρίξω άγκυρα. Είχα κάνει σχέδια να συναντηθώ με φίλους στην Αίγυπτο τα Χριστούγεννα, όμως βρήκα μια πιο φτηνή πτήση για Κωνσταντινούπολη, και θεώρησα πως θα ήταν ένα πιο καλό σημείο αναχώρησης για Δυτική Ευρώπη και μετά Αμερική.  Ο αερομεταφορέας ήταν η Aeroflot.  Λίγες μέρες αργότερα, μου ήρθε η έμπνευση πως η αεροπορική εταιρία Aeroflot ήταν Ρωσική, και πως η αδελφή μου έμενε στην Μόσχα. Σκέφθηκα, μήπως υπάρχει ενδιάμεση στάση στην Μόσχα. Κατά τύχη υπήρχε. Σε λίγες μέρες, βρέθηκα με άδεια παραμονής τριών εβδομάδων και βίζα για την Ρωσία.  Η πτήση μου έφτασε στην Μόσχα την ημέρα του Αγίου Γερμανού  (της Αλάσκα).

Με περίμενε στο αεροδρόμιο η αδελφή μου, και εκεί ξεκίνησε η 20ήμερη σειρά μαθημάτων-εξπρές για την Ορθοδοξία.  Άρχισε να ανοίγεται ένας νέος κόσμος για μένα.  Βρέθηκα σε ένα τόπο όπου οι άνθρωποι πέθαιναν για τον Χριστό, και η διαμεσολάβηση αγίων ήταν ένα σύνηθες γεγονός.  Ετούτο δεν ήταν μια κενή Χριστιανοσύνη, που την έβλεπε κανείς σαν κοινωνική υποχρέωση. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν υπομείνει απίστευτα βάσανα και ταλαιπωρίες για την αλήθεια.

Άρχισα να διαβάζω ολόκληρους τόμους για την Ορθοδοξία. Επισκεπτόμουν εκκλησίες. Συζητούσα πολιτισμένα με την αδελφή μου τις διαφορές μεταξύ των όσων υποστηρίζουν η Ορθοδοξία και ο Βουδισμός. Εκείνη επανερχόταν στο ίδιο σημείο: Ο Χριστιανισμός έχει την αλήθεια σε μορφή ενός Προσώπου (σ.τ.μ.: Του Ιησού Χριστού).  Δεν μπορούσα να καταλάβω την σημασία. Είτε ήταν δύναμις, είτε ήταν Πρόσωπο, δεν έβλεπα καμία διαφορά.

Τότε γνώρισα τον πατέρα Αρτέμιο, γνωστό Μοσχοβίτη ιερέα με τεράστιο ποίμνιο.  Είναι άνθρωπος της αυτοθυσίας, που έχει αφιερώσει ολόκληρη την ζωή του στον Χριστό και την εξάπλωση του Ευαγγελίου.  Φτάσαμε στην εκκλησία του κατά την αγρυπνία του Σαββάτου. Τον βρήκαμε να εξομολογεί, με ένα πλήθος πενήντα έως εκατό ανθρώπων να περιμένουν για εξομολόγηση.  Στάθηκα στην άκρη του κύκλου, και, πριν περάσει πολλή ώρα, τραβήχτηκα στο κέντρο του από τον πατέρα Αρτέμιο.  Με μάτια κλειστά, και τα χέρια του πάνω στους ώμους μου, άρχισε να μου μιλάει. Όταν ήθελε να τονίσει κάποιο σημείο, «εμβόλιζε» το μέτωπό μου  με το δικό του.  Καθώς μου μιλούσε με αρκετά διανθισμένα Αγγλικά, μου δόθηκε η εντύπωση πως αυτός ο ιερέας – που δεν είχα γνωρίσει ποτέ – γνώριζε πολλά περισσότερα για το άτομό μου απ’ όσα θα έπρεπε.  Αυτό όμως που με συγκλόνισε, ήταν η εντύπωση πως είχε ένα πιεστικό ενδιαφέρον για την ψυχή μου, λες και είχε προσωπικό μερίδιο σ’ αυτήν.

Μου μιλούσε συνεχώς επί δέκα λεπτά, ενώ οι αδημονούσες μπάμπουσκα (γιαγιάδες) έσφιγγαν τον κλοιό τους γύρω μας. Συνέχιζε να μου μιλά, εξηγώντας πως η εμπειρία μου στο Νεπάλ μου είχε παραχωρηθεί από τον Θεό,  για να με βγάλει έξω από τον υλισμό.  Μετά μου εξήγησε γιατί ο Χριστιανισμός ήταν η αληθινή πίστη: μόνο αυτός, είχε ένα προσωπικό Θεό. Και πάλι δεν μπορούσα να καταλάβω την σημασία αυτού του γεγονότος, όμως, έφυγα ξαλαφρωμένος και ας μην είχα μιλήσει σχεδόν καθόλου.

Μέσα στο γυμνό τάφο της Μόσχας, μου ανοιγόταν ένας καινούργιος κόσμος.  Η καταπίεση της πόλης με βάραινε ελάχιστα, καθώς αντιλαμβανόμουν πως η ουράνια βασιλεία του Θεού και των αγίων Του ήταν στην πραγματικότητα πιο κοντά από τους γκρίζους όγκους των κτιρίων που πλάκωναν την πόλη.  Επισκέφθηκα την Λαύρα του Αγίου Σεργίου, και για πρώτη φορά, αξιώθηκα να προσκυνήσω τα λείψανα ενός αγίου.  Εκείνα τα «νεκρά οστά» περιείχαν περισσότερη ζωή μέσα τους, από ολόκληρη την Νότιο Καλιφόρνια.  Η παραμονή μου αποκορυφώθηκε, με τα Χριστούγεννα στο Μετόχι του Βαλαάμ.  Ένοιωθα πως ήμουν περιστοιχισμένος από απλούς –φαινομενικά- ανθρώπους, όμως το ένα πόδι τους πατούσε στον ουρανό.  Ο Χριστιανισμός μπορεί να είναι θρησκεία μιας μη απτής πίστεως, εγώ όμως ελάμβανα απτές επαληθεύσεις, όπου και αν βρισκόμουν.

Λίγες μέρες αργότερα, αναχώρησα από την Μόσχα. Πριν φύγω, η αδελφή μου με επέπληξε, λέγοντας: «Αγαπημένε μου, αν μπορείς να περάσεις τρεις μήνες καθισμένος με Βουδιστές, τουλάχιστον πέρασε ένα μήνα στέκοντας όρθιος με τους Ορθοδόξους.» Αυτό ακριβώς έκανα.  Επισπεύδοντας την επιστροφή μου, έφτασα στην Καλιφόρνια μετά από δύο μήνες.  Την παραμονή του Ευαγγελισμού, πήρα τον χωματόδρομο που οδηγεί στην Μονή του Αγίου Γερμανού της Αλάσκα. Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση, άρτι αφιχθείς από το Σαν Ντιέγκο, ήταν το αναχρονιστικό των μοναχών μέσα στον εικοστό αιώνα. Που ακούστηκε, να εγκαταλείπει κανείς την άνεση και την ιδιοκτησία στην εποχή μας;  Ήταν το μέσον της Σαρακοστής, και ήταν ολοφάνερο πως αυτοί οι άνδρες ευρίσκονταν εν μέσω πνευματικού πολέμου.  Η σοβαρότητα διαπότιζε το μοναστήρι. Φάνηκαν έτοιμοι να πεθάνουν για την αλήθεια, και τέτοιο φαινόμενο δεν το είχα συναντήσει, ούτε στην ΙΒΜ, ούτε στην Σχολή Καλών Τεχνών ή στην Ιαπωνία.  Έβλεπα τον πόνο στα μέρη αυτά, αλλά ήταν όντως πρόθυμοι να τα δώσουν όλα για το ένα το χρειαζούμενο;  Παρά τα τόσα που είχα δει, ακόμα δεν είχα στερεώσει την πίστη μου στον Θεό, όμως ήξερα πως οι μοναχοί αυτοί έβλεπαν κάτι, και το ήθελα και εγώ.

Το Σαββάτο του Λαζάρου έφτασε. Την ημέρα αυτή, μνημονεύεται η ανάσταση του Λαζάρου από τον Χριστό, τέσσερις μέρες μετά από τον θάνατό του.  Με ξύπνησαν πολύ νωρίς το πρωί για να πάμε στην Θεία Λειτουργία σε ένα κοντινό μοναστήρι, και εν συνεχεία στο γεύμα εκεί. Ξύπνησα, αλλά ξανακοιμήθηκα αμέσως. Όταν τελικά σηκώθηκα από το κρεβάτι, βρήκα όλο το μοναστήρι άδειο.  Ψυχή δεν είχε μείνει μέσα.  Καθώς τριγυρνούσα μέσα στους χώρους του μοναστηριού, ο ύμνος «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος εκείνος, ον ευρήσει γρηγορούντα…» αντηχούσε μέσα στο κεφάλι μου.  Κατάλαβα, πως αυτό ακριβώς μου είχε συμβεί, σωματικά και πνευματικά. Ο Κύριος με κάλεσε και μου πρόσφερε ένα γεύμα, αλλά εγώ είχα μείνει συγκρατημένος… Μου είχε κλείσει τελικά ο Θεός την πόρτα;  Πήρα τον χωματόδρομο της επιστροφής, κατηφορίζοντας στην βουνοπλαγιά, ελπίζοντας σε ωτο-στοπ προς το μοναστήρι.  Στο δρόμο μελετούσα τα γεγονότα της ημέρας και ήταν προφανές ότι ο Θεός είχε επιτρέψει να μείνω πίσω, για να με βγάλει από την αναποφασιστικότητά μου.

Και αμέσως τότε, μου ήρθε σαν κεραυνός, τι ακριβώς εννοούσαν με τα λόγια «προσωπικός Θεός»!  Γιατί να μου έστελνε μια «απρόσωπη δύναμη» ένα τόσο ξεκάθαρο μήνυμα σωτηρίας για την ψυχή μου;  Σαν απρόσωπη, θα είχε την έγνοια τι θα απογινόμουν εγώ;  Άρα, η αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει, ειμί μόνο ανάμεσα σε ανθρώπους.  Μια «δύναμη» δεν μπορεί να αγαπήσει (και σας προκαλώ να αγαπήσετε εσείς μια απρόσωπη δύναμη).  Έτσι, έφτασα στο συμπέρασμα πως ο Θεός έπρεπε να είναι Πρόσωπο.  Μόλις κατέληξα στο συμπέρασμα αυτό, άκουσα τον ήχο ενός αυτοκινήτου να πλησιάζει από πίσω. Ήταν ο γείτονάς μας στο βουνό.  Του έκανα σινιάλο να σταματήσει και, κατά περίεργη «σύμπτωση», συνέβαινε να πηγαίνει στην εβδομαδιαία επίσκεψή του στο κατάστημα που γειτόνευε στο μοναστήρι. Έφτασα εγκαίρως για την Θεία Λειτουργία.

Πέρασαν δύο χρόνια από τότε, και σήμερα είμαι ρασοφόρος μοναχός, ένας αναχρονισμός αν θέλετε.  Οι αγώνες μου δεν έπαψαν, όμως οι ημέρες περιπλάνησης έχουν τελειώσει πια.  Μερικές φορές θρηνώ για το σπαταλημένο παρελθόν μου, αλλά όταν κοιτάξω πιο προσεκτικά, βλέπω το χέρι του Θεού να με καθοδηγεί μέσα από τις πιο έρημες περιόδους της ζωής μου.  Με έφερε εδώ για κάποιο σκοπό, αλλά αυτό θα αποκαλυφθεί εν καιρώ.

Του Ρασοφόρου Μοναχού Αδριανού

Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Orthodox Word», έκδοση Νο. 190







<>







Ρωσία: Από τον Βουδισμό στην Ορθοδοξία - Το τελευταίο δαχτυλίδι - Αληθινή ιστορία από τον "Κήπο της Όπτινα"

– Φτάνει, δεν θα φιλοξενήσεις κανέναν πια στο σπίτι,μου είπε μία μέρα αυστηρά ο γέροντας.

–Πάτερ, εσείς μου δώσατε ευλογία να δέχομαι προσκυνητές.

–Κάποτε έδινα ευλογία, μόνο που η κοινή συγκατοίκηση δεν σας ωφελεί πια και από σήμερα απαγορεύεται να ξαναφιλοξενήσετε.

Πρέπει να ακούσω τον γέροντα. Πόση ντροπή όμως αισθάνθηκα που δεν μπόρεσα να φιλοξενήσω για ένα βράδυ μια οικογένεια με πολλά παιδιά. Το μωρό κλαίει στην αγκαλιά της μάνας του. Είναι αργά και τα παιδιά νυστάζουν, ενώ στο ξενοδοχείο των προσκυνητών απαγόρευονται τα μικρά παιδιά. Τους εξηγώ μπερδεμένη ότι ο στάρετς δεν μου δίνει ευλογία να φιλοξενήσω προσκυνητές και νιώθοντας ενοχή τους ζητώ να με συγχωρήσουν.

–Σωστά, πρέπει να ακούμε τον στάρετς, λέει η κουρασμένη μητέρα. Να, παιδιά, ένα μάθημα σημαντικό από το άγιο μοναστήρι. Σε κάποιους από σας δεν αρέσει η υπακοή. Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα για τους μοναχούς και τα μικρά παιδιά;

–Η υπακοή!

Το αισθάνεσαι πως πρόκειται για μια πιστή οικογένεια. Γι’ αυτή τους την πίστη ο Κύριος τους έδωσε μερικούς καλούς φίλους κι ένα καταφύγιο. Επέστρεψε από το μοναστήρι η φίλη μου η Γκαλίνα και δέχτηκε την οικογένεια σπίτι της.

–Το σπίτι μου είναι μεγάλο, υπάρχει χώρος για όλους και πολλά σμέουρα ώριμα. Μήπως δεν σας αρέσουν τα σμέουρα;

–Δεν είμαστε από αυτούς! φώναξαν τα παιδιά διασκεδάζοντας και ανέβηκαν στο αυτοκίνητο της Γκαλίνας.

***

Ο στάρετς έχει δίκιο όταν λέει πως πως η κοινή διαβίωση στο σπίτι δεν με ωφελεί επειδή, όσο και να προσπαθήσω, δεν μπορώ να γλιτώσω από το πάθος της ικανοποίησης των ανθρώπων. Αυτό είναι κάτι που έχω κληρονομήσει από τους συγγενείς μου στην Σιβηρία, οι οποίοι πιστεύουν πως ο μουσαφίρης είναι σταλμένος από το Θεό και ό,τι έχεις στο φούρνο πρέπει να το βάλεις στο
τραπέζι. Τότε αφήνεις τα πάντα στην άκρη, αφού πρέπει να φροντίσεις τους φιλοξενούμενους. Τους μαγειρεύω κάτι νόστιμο, έπειτα τους ξεναγώ στο μοναστήρι, τους διηγούμαι, τους εξηγώ και τους κανονίζω μια εξομολόγηση στον στάρετς. Οι προσκυνητές φεύγουν ευχαριστημένοι ενώ εγω μένω σαν στυμμένη λεμονόκουπα.

Τον καιρό που μπορούσα να φιλοξενήσω σταματούσαν στο σπίτι μου διάφοροι άνθρωποι, ξένοι μοναχοί, μοναχές και φίλοι από την Μόσχα που μόλις είχαν γνωρίσει την πίστη, αλλά και μια μαχητική άθεη.

Γι’ αυτήν τη φιλοξενούμενή μου θα σας μιλήσω. Είναι ψυχολόγος από τη Δημοκρατία της Μολδαβίας και ονομάζεται Τατιάνα. Έχει δύο παιδιά, είναι άνεργη όπως και ο σύζυγός της και ζουν στα όρια της φτώχιας πουλώντας ό,τι πολύτιμο έχουν στο σπίτι.

–Πούλησα το τελευταίο μου δαχτυλίδι, ανέβηκα στο τρένο και ήλθα σε σας, μου εξηγεί για την εμφάνισή της στο σπίτι μου.

Τότε άρχισα να θυμάμαι πως πριν από τρία χρόνια η Μολδαβή φίλη μου, η Λυδία Μιχαήλοβνα, με παρακάλεσε πριν πεθάνει να φιλοξενήσω κάποια Τάνια και να την βαπτίσω οπωσδήποτε.

–Όχι, όχι, κατηγορηματικά το λέω, δεν επιθυμώ να βαπτιστώ, προλαμβάνει την ερώτησή μου η Τατιάνα. Το είπα και στη Λυδία Μιχαήλοβνα: «Πώς μπορεί να περιοριστεί όλος ο πλούτος της πνευματικής ζωής στο επίπεδο κάποιων στενοκέφαλων δογμάτων; Δεν είμαστε εχθροί του χριστιανισμού, προσπαθούμε μόνο να τον εμπλουτίσουμε και να τον βγάλουμε από το πλαίσιο του ορθόδοξου γκέτο.

Η Τατιάνα λέει «εμείς» επειδή σπουδάζει στην Ακαδημία Κοσμικών Επιστημών (ή Καρμικών). Θυμάμαι με νοσταλγία τους καιρούς εκείνους όταν τα μαθήματα ραπτικής λέγονταν μόνο μαθήματα και όχι ακαδημία δημιουργών μόδας. Η Τατιάνα λοιπόν κάνει κάποια μαθήματα, τα οποία φυσικά πληρώνει, γι’ αυτό και πούλησε την γούνα της και άρχισε να έχει χρέη. Ο σύζυγός της έξαλλος την απειλεί με διαζύγιο, αλλά η Τατιάνα μόνο μουρμουρίζει με αυταπάρνηση: «κάρμα», «τσάκρα», «έξοδος στον αστρικό κόσμο».

–Σας έφερα για δώρο τα εγχειρίδιά μας, μου λέει και βγάζει έναν σωρό βιβλία με απόκρυφη λογοτεχνία. Μη γυρνάτε με αηδία από αυτές τις πηγές της σοφίας, αλλά προσπαθήστε να πλατύνετε τον περιορισμένο ορίζοντά σας!

Άραγε να διευρύνω την σκέψη μου τόσο πολύ ώστε να πω στην ομιλητική κυρία: παρακαλώ, μπορείτε να περάσετε έξω; Με σταματάει μόνο η παράκληση της φίλης μου πριν πεθάνει, η οποία με ικέτευε να βοηθήσω την Τανετσίκα.

Πώς όμως θα μπορούσα να την βοηθήσω, αφού και στην πιο απλή αναφορά περί Ορθοδοξίας αυτή η μαχητική άθεη αρχίζει να μας ονομάζει «στενόμυαλο γκέτο»;

Θυμάμαι τη συμβουλή του στάρετς της Όπτινα του Αγίου Νεκταρίου που έλεγε να έχουμε καλές κοσμικές σχέσεις με τους άπιστους αλλά να αποφεύγουμε τις συζητήσεις και τις διαφωνίες όσον αφορά τη θρησκεία, για να μη βλασφημείται το όνομα του Θεού. Ο στάρετς προειδοποιούσε μάλιστα πως τέτοιου είδους συζητήσεις μπορεί να πληγώσουν την καρδιά ανεπανόρθωτα. Γι’ αυτό και προσπαθώ να αλλάξω θέμα συζήτησης αναφερόμενη σε εγκόσμια θέματα: τι κάνει ο σύζυγος, τα παιδιά, πώς είναι η ζωή στην Μολδαβία; Τη στιγμή εκείνη όμως η Τατιάνα αρχίζει να κλαίει:

–Δεν έχουμε δουλειά, ο σύζυγός μου είναι καταθλιπτικός και εγώ πούλησα το τελευταίο δαχτυλίδι μου!

Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι και ακούγονται λόγια απελπισίας, πως αν δεν ήταν τα παιδιά καλύτερα να κρεμιόνταν και ο σύζυγος την απειλεί με διαζύγιο.

Πρόκειται για μια συνηθισμένη σκηνή. Πριν από λίγο καιρό το ίδιο έκλαιγε μια γυναίκα που ήρθε στο μοναστήρι να πάρει ευλογία για να χωρίσει:

–Δεκαπέντε χρόνια αγαπούσα τον σύζυγό μου και τον πρόσεχα σαν τα μάτια μου! Τώρα όμως ώρες ολόκληρες κάθεται σε στάση γιόγκα και απαγγέλλει τις μάντρες μπροστά στα παιδιά: «Εγώ είμαι το κέντρο του σύμπαντος. Γύρω μου γυρίζει ο κόσμος μου». Θου Κύριε, τώρα είναι ο ομφαλός της γης! Το χειρότερο είναι πως την κόρη μας την ονομάζει Ρμαχαντράν. Το βαπτιστικό της όνομα είναι Βέρα, αλλά δεν με αφήνει να την ονομάζω έτσι.

–Καταραμένη να είναι αυτή η γιόγκα! είπε τότε ο στάρετς, αλλά την συμβούλεψε να μη χωρίσει και να προσεύχεται μαζί με τα παιδιά της για τον σύζυγό της.
Διηγούμαι στην Τάνια πώς είχα γνωρίσει, πριν ακόμη βαπτιστώ, τον φημισμένο μοσχοβίτη «γκουρού» Γκάρι.

Στο διαβατήριο ήταν γραμμένος με το όνομα Ιγκόρ. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο εργάστηκε στο Ινστιτούτο Επιστημονικών Ερευνών της βιομηχανίας τροφίμων, όπου αισθανόταν αφόρητη βαριεστημάρα, αφού πληρωνόταν και με πολύ λίγα χρήματα.

Κοντά στο Ινστιτούτο Επιστημονικών Ερευνών άνοιξε ένα εργαστήρι όπου μελετούσαν την αύρα, τη γιόγκα, την τηλεπάθεια και περιοδικά έβγαιναν στον αστρικό κόσμο. Οι μισθοί σ’αυτό το εργαστήρι ήταν παραμυθένιοι και ο Γκάρι γρήγορα μετακινήθηκε στους «αστρικούς».

Μετά από μόλις ένα χρόνο έκανε συνεδρίες θεραπευτικές στα σαλόνια της Μόσχας. Μια μέρα με καλεσαν κι εμένα σε μία συνεδρία υπό την ιδιότητα της μαγείρισσας.

Η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος ήξερε την αρνητική μου στάση σε σχέση με αυτούς τους «θεραπευτές», αλλά με παρακάλεσε να την βοηθήσω στον μπουφέ, αφού θα έρχονταν για τη συνεδρία και άνθρωποι επιφανείς, όπως ο συγγραφέας Λ. και ο νομικός Σ. Δηλαδή, όπως λεει και η παροιμία, κάλεσαν τον γάιδαρο στο γάμο να κουβαλήσει νερό, δέχτηκα όμως το ρόλο της μαγείρισσας, επειδή είχα το σκοπό μου. Την περίοδο εκείνη έκανα το μάστερ μου και έπρεπε να ετοιμάσω μια εργασία για τις μεθόδους χειραγώγησης της συνείδησης και εδώ είχα ένα ζωντανό πειραματικό υλικό.

Στη συνεδρία ο Γκάρι ήταν άψογος. Βελούδινη φωνή αριστοκρατική στάση και ελκυστικά λόγια. Φαίνεται πως κατείχε τις μεθόδους του νευρογλωσσικού προγραμματισμού, εντυπώνοντας στη συνείδηση τις σαγηνευτικές μορφές της μαγείας σε αντιπαράθεση με την άθλια μοίρα των αμαθών – αρρώστιες, γεράματα και θάνατος. Ο Γκάρι τους καλούσε όλους στην πνευματική χαρά των ουτοπικών Ιμαλαΐων, όπου από τους πανάρχαιους χρόνους κατοικούσαν οι σοφοί, αιώνια νέοι, ήδη αθάνατοι και ικανοί να θεραπεύσουν μέχρι και τον καρκίνο.

Παρόλο που ο Γκάρι δεν πήγε κάπου μακρύτερα από την Ανάπα έδινε με μετριοφροσύνη την εντύπωση πως είχε αστρικές σχέσεις με τα ουτοπικά Ιμαλάϊα.

Ο Γκάρι μετέτρεψε την συνεδρία «θεραπείας» σε ένα ιατρικό στριπτίζ. Αποκάλυψε μπροστά σε όλους πως ο φημισμένος Σ. υπέφερε από χρόνια δυσκοιλιότητα την οποία διαδεχόταν μια ατέλειωτη διάρροια. Εαν όμως θα εξάγνιζε τα τσάκρα του με τη Γιόγκα, θα μπορούσε να φτάσει στην αθανασία και θα γλίτωνε από τις ρυτίδες το πρόσωπο. Ο Γκάρι αφήνιασε όταν έγινε κουβέντα για τα όργανα αναπαραγωγής, τόσο που ντράπηκα! Ο Γκάρι κατάλαβε ότι αγανακτώ κι, άρχισε τις επιθέσεις προς το πρόσωπό μου.

–Ω, η αύρα σας είναι πολύ δυνατή και έχετε μεγάλη οξυδέρκεια. Δεν θέλετε να αναπτύξετε αυτό το χάρισμά σας;

–Μην αγγίζεις την αύρα μου! του απάντησα σκληρά και επανήλθα στην διαδικασία προετοιμασίας των σαλατών.

Παρατήρησα με έκπληξη πως άτομα μορφωμένα και με επιρροή στην κοινωνία γέμιζαν τα μπουκάλια τους με νερό από την βρύση, το οποίο ‘’φόρτωνε’’ο Γκάρι, μεταμορφώνοντας το σκληρό, χλωριωμένο μοσχοβίτικο νερό σε θαυματουργό φάρμακο.
Το αποκορύφωμα του σώου όμως συνέβη την ώρα του τσιμπουσιού. Πρέπει να πω ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που είχαν έρθει εδώ δεν έπιναν αλκοόλ, αλλά πώς μπορούσαν να έρθουν επίσκεψη χωρίς να φέρουν ένα δώρο; Έτσι οι «θεραπευμένοι» αμέσως έβαλαν στο τραπέζι είτε κονιάκ Hennessy είτε βότκα, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα: «Εμένα δεν μου επιτρέπει ο γιατρός ναπιω».

–Τι ξέρουν οι γιατροί, αυτοί είναι άσχετοι, αναφώνησε ο Γκάρι. Ενώ στα Ιμαλάϊα…
Συνεπώς ο Γκάρυ «φόρτωσε» αμέσως τα μπουκάλια,μετατρέποντας το κονιάκ και τη βότκα σ’ ένα θαυματουργό ιμαλαϊανό νέκταρ. Έτσι οι πάσχοντες από υπερτονία, γαστρικό έλκος και καρδιακές παθήσεις κατάπιναν ολόκληρα ποτήρια βότκας. Πως εξελίχθηκαν τα πράγματα παραπέρα είναι ήδη ξεκάθαρο. Πιο πολύ απ’όλους υπέφερε ο κακομοίρης ο Γκάρι. Μπροστά στους καλεσμένους συγκρατήθηκε κάπως, έπειτα πρασίνισε και έτρεξε στην λεκάνη. Βασανίζονταν πολύ και βογγούσε, ρωτώντας με:

–Με περιφρονείς;

–Μα τι λες, Γκάρι; Τέτοιο τσίρκο και μάλιστα δωρεάν! Ενδιαφέρον αλλά από πού γνωρίζεις τον νευρολογικό προγραμματισμό;

–Δεν γνωρίζω τίποτα, μιλάω τυχαία.

Αργότερα ο Γκάρι έθεσε ως όρο να μην συμμετέχω εγώ στις συνεδρίες αφού η ατίθαση αύρα μου εμποδίζει την έξοδο στον αστρικό κόσμο.

Για πολλά χρόνια δεν είχα ακούσει τίποτα για τον Γκάρι, ώσπου κάποιοι γνωστοί, μου είπαν πως έχασε τα μυαλά του και τρέχει στους δρόμους, φωνάζοντας: «Ήρθα στην γη να σκοτώσω τον Χριστό!»

–Το «φλερτάρισμα» με τις δυνάμεις του σκότους συχνά οδηγεί στην τρέλα, διηγείτο ο αρχιμανδρίτης Ερμογένης από την Πιούχτιτσα. Και αλίμονο, πόσοι άνθρωποι που έκαναν γιόγκα «για λόγους υγείας» δεν κατέληξαν στα ψυχιατρικά νοσοκομεία!

Βασικά δεν το διηγείτο σ’ εμένα αλλά σε έναν πρώην γιόγκι που ήλθε στο μοναστήρι για να βαπτιστεί.

–Δεν φοβάστε, τον ρωτούσε ο αρχιμανδρίτης, πως μετά τη βάπτιση θα αρχίσει μια πνευματική μάχη τόσο μεγάλη που μπορεί να υποφέρεις;

–Για τον Χριστό είμαι έτοιμος να υπομείνω τα πάντα,απάντησε αυτός με σταθερότητα.

–Ναι, ναι, για την αλήθεια μπορείς να υποφέρεις!αναφώνησε η Τάνια η οποία άκουσε με προσοχή τη διήγησή μου. Να, εμάς στην Ακαδημία μας λένε πώς να βγούμε στον αστρικό κόσμο με το σωστό τρόπο. Ίσως ο Γκάρι δεν είχε αρκετή πείρα και έβγαινε στον αστρικό κόσμο χωρίς άμυνα.

Μανούλα μου, τι μου ’ρθε να της διηγηθώ για τον Γκάρι; Η ιεραποστολική μου προσπάθεια στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία.

***

Η συμπεριφορά της Τάνιας ήταν πραγματικά μυστηριώδης. Πώς να εξηγήσεις το γεγονός πως μία άνεργη γυναίκα, μητέρα δύο παιδιών, πούλησε το τελευταίο δαχτυλίδι της για να φτάσει στην Όπτινα και ταυτόχρονα να μη θέλει να πάει στο μοναστήρι; Με δυσκολία την έπεισα να επισκεφτεί την φημισμένη Όπτινα, αλλά να μπει στον ναό αρνήθηκε:

–Για ποιόν λόγο; Μπορώ να προσευχηθώ στην Ανώτατη Αρχή στον κήπο ή στο σπίτι. Γιατί, όπως κουβαλούσαν τους ανθρώπους στις συνεδριάσεις του κόμματος, τώρα τους κουβαλούν στην εκκλησία;

Και έτσι συνέχιζε στο ίδιο πνεύμα – «κληρικαλισμός», «γκέτο», «στενόμυαλα δόγματα». Κύριε ελέησον! Αισθάνομαι ήδη ανήμπορη και παρακαλώ τους μοναχούς να προσευχηθούν για την Τάνια.

–Ναι, πρόβλημα, αναστενάζει ο ιερομόναχος-αγιογράφος της μονής. Δεν μπορούμε να την μνημονεύσουμε και στον ναό αφού είναι αβάπτιστη. Τι να κάνουμε, θα προσευχηθούμε στο κελί. Θυμηθείτε τι έγραφε ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης; «Η αγάπη δεν υποφέρει να χαθεί ούτε μία ψυχή». Συνεπώς θα αγωνιστούμε στο όνομα της αγάπης.

Δεν ήταν όμως όλοι έτοιμοι να εκδηλώσουν την αγάπη τους. Ο αδελφός Ντ., πρώην κομσομολίστας, μας λέει αγριεμένος:

–Πρέπει να την διώξουμε αυτή την αποκρυφίστρια με τις κλοτσιές από το μοναστήρι για να μη μολύνει την αγία γη!

Κάποια στιγμή έρχεται ο ιεροδιάκονος Ηλιόδωρος,ονομαστός για το γεγονός πως έφερε στο Θεό και βάπτισε εκατοντάδες εάν όχι χιλιάδες ανθρώπους. Ο π. Ηλιόδωρος δεν μπορεί αλλιώς– η ψυχή του κλαίει για τους ανθρώπους που χάνονται και δεν γνωρίζουν τον Σωτήρα και τον Ελεήμονα Θεό. Ο ηγούμενος Τύχωνας έλεγε γι’αυτόν κάποια στιγμή:

–Έρχεται ο πατέρας Ηλιόδωρος, ο Αβραάμ της Όπτινα. Βγαίνει στο δρόμο και ψάχνει ποιον θα φέρει κοντά στο Θεό.

Την ίδια στιγμή στρέφεται προς την Τάνια:

–Σου αρέσουν τα παιδιά;

–Πάρα πολύ. Πρώτα εργαζόμουν ως ψυχολόγος σ’ένα νοσοκομείο παίδων.

–Τότε έλα μαζί μου στο ορφανοτροφείο!

Η Τάνια επιστρέφει από το ορφανοτροφείο το βράδυ και διηγείται:

–Σήμερα έμαθα στα παιδιά να διαβάζουν. Ξέρετε,υπάρχει ένα παιχνίδι μέσω του οποίου τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν γρήγορα.

Μεταφέρω εδώ τους κανόνδες αυτού του παιχνιδιού για τις μητέρες και τους πατέρες. Στην αρχή, από ένα χαρτόνι κόβεις τέσσερις κάρτες στις οποίες γράφεις κάποιες απλές λέξεις: μαμά, γάτα κ.τ.λ. Έπειτα αρχίζουν το παιχνίδι του μαντέματος. Ένα παιδί τραβάει μία κάρτα και χαίρεται που βρήκε τη λέξη μαμά. Το νόημα της μεθόδου αυτής έγκειται στο γεγονός πως αμέσως ο εγκέφαλός μας γνωρίζει τη φόρμα της λέξης χωρίς να διαβάσει με συλλαβές. Είναι πολύ πιο δύσκολο να μάθει διαβάζοντας τις συλλαβές. Την Τάνια λοιπόν δεν την άφηναν να φύγει από το ορφανοτροφείο. Το νούμερο των καρτών έφτασε στις δώδεκα και τα παιδιά ενθουσιασμένα για την επιτυχία τους στο διάβασμα παρακαλούσαν την Τάνια να τους διαβάσει κι άλλο.

Πριν από τη νυχτερινή κατάκλιση μίλησα επί πολλή ώρα για τις νέες δημιουργικές μεθόδους εκμάθησης των παιδιών, αλλά δεν εφαρμόζονται στην πράξη.

–Πόσο έχω επιθυμήσει τη δουλειά μου, είπε πριν αποκοιμηθεί, και πόσο θα ήθελα να βοηθήσω τα παιδιά!

Την επόμενη ημέρα η Τάνια έφυγε ξανά με τον π.Ηλιόδωρο. Κάποιοι ευεργέτες έφεραν στο μοναστήρι τρόφιμα για τις οικογένειες με πολλά παιδιά και τους άπορους ηλικιωμένους και τώρα ο π. Ηλιόδωρος μαζί με την Τάνια τα μοιράζουν. Οι ηλικιωμένοι χαίρονται φυσικά για τα τρόφιμα αλλά πιο πολύ χαίρονται για την προσοχή που τους δείχνουν. Είναι μονοι τους, δεν έχουν με ποιον να μιλήσουν και γι’ αυτό τους καλούν επίμονα για τσάι, όπου κατά το σύνηθες γίνεται κουβέντα.

–Πάτερ Ηλιόδωρε, λέει ο βετεράνος του μεγάλου πολέμου για την άμυνα της πατρίδας, τώρα μελετώ την επιστήμη που μιλάει για την εξέλιξη και δεν μπορώ να καταλάβω κάτι. Δηλαδή στην αρχή το ψάρι βγήκε στη στεριά και έγινε σκύλος με τέσσερα πόδια και έπειτα από την μαϊμού έγινε ο άνθρωπος. Αλλά ούτε ο παππούς μου, ούτε ο προπάππους μου δεν είδαν ποτέ έναν σκύλο να μετατρέπεται σε μαϊμού.

–Ο άνθρωπος προέρχεται από τον Θεό και όχι από τη μαϊμού, τον αμφισβητεί ο ιεροδιάκονος.

–Αλλά ο άνθρωπος δεν έχει ψυχή. Στον οργανισμό υπάρχει το συκώτι, το στομάχι, στον οργανισμό δεν υπάρχει η ψυχή.

–Πες μου, πήγες στο σχολείο;

–Πώς δεν πήγα.

–Συνεπώς έμαθες πως υπάρχουν αντικείμενα έμψυχα και άψυχα. Για παράδειγμα η πέτρα είναι άψυχη. Εσύ ποιος είσαι λοιπόν;

–Εγώ είμαι έμψυχος. Από την λέξη ψυχή προέρχεται;

Αργότερα οι άνθρωποι αυτοί ερχονται κοντά στο Θεό. Πιθανόν δεν πρόκειται μόνο για τις λέξεις, πειστικές ή αδιάφορες, αλλά για το γεγονός πως οι άνθρωποι αισθάνονται με την καρδιά τους πως ο π. Ηλιόδωρος τους αγαπάει. Είναι πολύ καλός, παρότι φαίνεται αυστηρός. Λόγου χάριν, ενώ κάθεται στο τιμόνι ο μονίμως λυπημένος και αγέλαστος Αρμένιος λέει γκρινιάζοντας:

–Τι βάσανο κι αυτό, δεν μπορώ να βγω στον κεντρική δρόμο! παντού πεζοί. Ο π. Ηλιόδωρος δεν μπορεί να περάσει δίπλα από κάποιον ανάπηρο ή από καμιά γριούλα και να μην τους πάρει στο αυτοκίνητό του. Μια μέρα έσπασε το πόδι του. Μόλις του έβαλαν γύψο έφυγε από το νοσοκομείο και έτρεξε όπως πάντα για να βοηθήσει κάποιον.

–Πατέρα Ηλιόδωρε, έτρεχαν πίσω του οι νοσοκόμες, θα μείνετε παράλυτος, έχετε βαθύ ράγισμα.

–Ποιο πόδι; είπε ο ιεροδιάκονος. Το πόδι θα σαπίσει, η ψυχή όμως θα μείνει. Πρέπει να σκεφτόμαστε την ψυχή ενώ εσείς όλο μου λέτε: «το πόδι, το πόδι»!

Για να φέρεις καποιον κοντά στο Θεό πρέπει να έχεις αυτή τη φλογερή αγάπη τόσο για το Θεό όσο και για τον άνθρωπο! Τότε η αγάπη καίει με αγάπη, όπως από ένα κερί ανάβει ένα άλλο κερί…

Μετά από δύο ημέρες βλέπω την Τάνια στην εκκλησία και υπό την επίβλεψη του π. Ηλιόδωρου διαβάζει ονόματα και προσεύχεται για τους κεκοιμημένους.

–Πατέρα Ηλιόδωρε, του λέω επιφυλακτικά, μα δεν είναι βαπτισμένη.

–Αμέσως μετά το μνημόσυνο θα την βαπτίσουμε.Έτσι ευλόγησε ο γέροντας

–Ναι, πρέπει αμέσως να βαπτιστώ, συμπληρώνει με θέρμη η Τατιάνα. Ο γέροντας μου έδωσε μετά την εξομολόγηση ένα σταυρουδάκι για να το φοράω στο λαιμό και μου έδωσε για ευλογία μια εικόνα.

Ακούω και δεν μπορώ να το πιστέψω, αλλά όλα είναι αλήθεια. Η δούλη του Θεού Τατιάνα βαπτίστηκε, έγινε πιστή στον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Πώς συντελέσθηκε αυτό το θαύμα είναι αδύνατο να το συλλάβει ο ανθρώπινος νους, αλλά όλοι ήμασταν τόσο χαρούμενοι, που κυριολεκτικά γεμίσαμε την Τάνια με δώρα. Έτσι έφυγε για το σπίτι της με αποσκευές… επιβλητικές.

Το τελευταίο βράδυ στεκόμουν με την Τατιάνα κοντά στη φωτιά. Ήταν φθινόπωρο και έπρεπε να κάψω τα πεσμένα φύλλα και τα ξερά κλαδιά. Οι σπίθες πετάγονταν ψηλά στον ουρανό, ενώ η Τάνια έσχιζε και έριχνε στην φωτιά τα «ακαδημαϊκά» εγχειρίδια αποκρυφισμού. Δεν συζητούσαμε όμως γι’ αυτό. Τι είναι άλλωστε τα λόγια;
Ολά τα γήινα λόγια είναι ελάχιστα όταν η ψυχή φλέγεται από αγάπη για τον Σωτήρα και το παρελθόν καίγεται κι εξαφανίζεται.

Κατά τον αποχωρισμό η Τάνια μου δώρισε ένα βιβλίο που είχε φέρει από την Μολδαβία:

«Η ζωή και το έργο του στάρετς Παϊσίου Βελιτσικόβσκι», το οποίο είχε εκδώσει η Σκήτη Όπτινα το 1847.

–Το βιβλίο αυτό, μου το έδωσε πριν πεθάνει η Λυδία Μιχαήλοβνα και μου είπε: «Μία μέρα, Τανετσίκα, θα πας στην Όπτινα και θα καταλάβεις ότι η Όπτινα ξεκινάει από την Μολδαβία, από τον άγιο στάρετς Παΐσιο Βελιτσικόβσκι. Τότε, όταν διαβάζουμε βίους αγίων, αυτοί προσεύχονται για μας και μια μέρα ο στάρετς Παΐσιος θα σε πάρει από το χέρι σαν παιδάκι».

Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού! Οι άγιοι πραγματικά προσεύχονται για μας και ο θαυμαστός στάρετς Παΐσιος Βελιτσικόβσκι φέρνει μέχρι σήμερα κάποιον στο μοναστήρι, όπως έφερε τώρα την Τανετσίκα μας.

Ως ιστορική αναφορά, η Όπτινα είναι δεμένη πνευματικά με την Μολδαβία, ενώ η αναγέννηση του μοναστηριού άρχισε με την έκδοση των έργων και των μεταφράσεων του οσίου Παισίου Βελιτσικόβσκι. Το ανυψωτικό πνεύμα αυτών των έργων γέννησε το φαινόμενο Όπτινα,όπου η κουλτούρα συνδυάζεται με την αγιότητα και η μοναχική μυστηριακή άσκηση με την αγάπη και το άνοιγμα στον πλησίον

* * *

Μετά από έξι μήνες έλαβα ένα γράμμα από την Τάνια,στο οποίο μου έγραφε πως τα πάει καλά με τον σύζυγο,πως παντρεύτηκαν και βάπτισαν τα παιδιά τους και ότι τώρα εργάζεται σ’ ένα ορφανοτροφείο.

Το γράμμα τελείωνε με μια ομολογία: «Πριν έλθω στο μοναστήρι, ήθελα να αυτοκτονήσω». Τη στιγμή εκείνη τρόμαξα, ενθυμούμενη πώς κρεμάστηκε ο Ντιμοτσίκα, ο μοναχογιός ενός περιφερειακού γιατρού.

Μια μέρα η μητέρα του Ντίμα έμαθε πως αυτός μαζί με την παρέα του, δοκίμασε ναρκωτικά και τον πήγε αμέσως στο Κέντρο Υγείας όπου γίνονταν θεραπείες για απεξάρτηση από ναρκωτικά με βάση τον αποκρυφισμό, τη γιόγκα και τους ατελείωτους διαλογισμούς, οι οποίοι όπως είναι γνωστό καταστρέφουν την ψυχοσύνθεση. Στο Κέντρο αυτό πλήρωνες και ακριβώς αυτό το πράγμα έπεισε την μητέρα πως εκεί γίνεται καλή δουλειά.

–Σε παρακαλώ, την ικέτευα εγώ, πάρε αμέσως τον Ντίμκα από το Κέντρο. Πίστεψέ με, αυτός είναι ένας δρόμος για την κόλαση.

Αλλά η Λ. δεν με πίστεψε και επέμενε ο Ντίμα να παρακολουθεί με επιμέλεια τις συνεδρίες. Θεέ μου, πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώσεις ένα παιδί και πόσο εύκολο είναι να το χάσεις! Μετά το θάνατο του Ντιμοτσίκα, η Λ.δεν συνήλθε. Είναι άρρωστη, κλαίει και δεν θέλει να ζήσει, ενώ εγώ προσπαθώ να την πείσω να πάει στην εκκλησία.

Το ίδιο μου έγραφε και η Τάνια για το άθεο παρελθόν της:

Δεν ήθελα να ζήσω πια, ενώ μερικές φορές με καταλάμβανε ένας ζωώδης φόβος, τόσο τρομακτικός που έκρυβα από τον ίδιο τον εαυτό μου τα μαχαίρια και τα σχοινιά. Καταλάβαινα πως τελειώνω, αλλά δεν με πολυένοιαζε. Ένα πρωί πούλησα το τελευταίο δαχτυλίδι μου κι έτρεξα στο τρένο. Δεν ήθελα να φύγω, αλλά κάποιος με πρόσταζε:

«Φύγε. τρέχα!» Κι έτρεχα με μια μόνη σκέψη: Να πετύχω!»

Η Τάνια έτρεξε και τα κατάφερε.

Από το νέο βιβλίο της Νίνας Πάβλοβα με τον τίτλο ”Η ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ”Ιστορίες από τον κήπο της Όπτινα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις”ΠΟΡΦΥΡΑ”





<>














Ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης της Αθήνας (+1991) & η ζωή μου από την Γιόγκα & τον Ινδουϊσμό στήν Ορθοδοξία

Υπάρχει μία μεγάλη άγνοια γύρω από τους ζωντανούς θησαυ­ρούς της ορθόδοξης παράδοσής μας. Υπάρχει και μία προκατάληψη και ένας σνομπισμός, που οφείλεται σε μια συστηματική και ύπουλη προπαγάνδα που θέλει να παρουσιάζει τους Ορθόδοξους Χριστιανούς «στολισμένους» με όλα τα κακά του κόσμου. Ανόητους, φανατικούς, μικρόμυαλους, αμόρφωτους, κομπλεξικούς, φοβιτσιάρηδες, μικρόψυχους και από την άλλη μεριά, σε οξεία αντίφαση να τους παρουσιάζει ως υποκριτές, ύπουλους, κομπιναδόρους, καταχραστές, πονηρούς, λαοπλά­νους, ψεύτες, κατασκευαστές «θαυμάτων» και στυγνούς απομυζητές του αφελούς λαού. Αυτή η εικόνα έχει περάσει στον κόσμο που δεν έχει κα­μιά άμεση επαφή με τη ζωντανή Ορθόδοξη Εκκλησία, που δεν έχει γνωρίσει τους ζωντανούς θησαυρούς της Ορθοδοξίας, τους Γεροντάδες, τους ασκητές, τους μοναχούς, ώστε να μπορεί να κρίνει αντικειμενικά. Οι περισσότεροι δέχονται αυτή την άσχημη εικόνα που προωθείται απ' όλες ανεξαιρέτως τις εφημερίδες και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, χωρίς να γνωρίζουν κάποια πρόσωπα της Εκκλησίας, χωρίς να είναι σε θέση να συγκρίνουν και έτσι μένουν με αυτή τη λάθος εντύπωση.

Κάτι τέτοιο είχα πάθει κι εγώ. Όταν για πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με τον ορθόδοξο τρόπο ζωής, κατά την πρώτη μου επίσκεψη στο Άγιον Όρος, έπαθα... έκπληξη. Η εικόνα που είχα στο μυαλό μου, η άποψη που «καθόταν» μέσα στο κεφάλι μου, και η ζωή που έβλεπα και ζούσα μέσα στα μοναστήρια βρισκόντουσαν σε μεγάλη αντίθεση, μαύρο-άσπρο. Μου πήρε καιρό να φτάσω να αναρωτηθώ· «Καλά, από πού και έως πού είχα εγώ άποψη για πράγματα που δε γνώριζα, που δεν είχα ασχοληθεί μαζί τους;».

Δε γνώριζα ανθρώπους της Εκκλησίας, μια και όλοι οι γνωστοί μου δεν είχαν σχέση. Δεν είχα μελετήσει, δε γνώριζα τις απόψεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παρ' όλα αυτά την είχα καταδικάσει οριστικά με πείσμα και χωρίς επιφυλάξεις. Ήμουν πολύ άδικος. Ήμουν πολύ ανόητος. Είχα πιαστεί θύμα της παραπληροφόρησης και της ύπουλης προπαγάνδας, που τόσα χρόνια, λίγο-λίγο, κομμάτι-κομμάτι, διαμόρ­φωσαν μέσα στο μυαλό μου αύτη την άσχημη και ψεύτικη εικόνα.

Χρειάστηκε μια ζωντανή επαφή τριών ημερών με τη ζωή του Αγίου Όρους, για ν' αρχίσει η μακρόχρονη διαδικασία ανατροπής αυτής της εικόνας που έπλασαν οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Χρειάστηκε η εξαίσια και χαρμόσυνη εμπειρία της γνωριμίας με τους γεροντάδες της ορθοδοξίας, για να μπορέσω να κομματιάσω το δίχτυ του ψέματος που κάλυπτε το μυαλό μου και δε μ' άφηνε να δω την πραγματικότητα.

Μου είχαν επιβάλει ψεύτικες εικόνες, χωρίς εγώ να έχω συνείδηση αυτής της επιβολής. Αυτές οι ψεύτικες εικόνες με οδηγούσαν σε μία συ­μπεριφορά, σ' έναν τρόπο ζωής που δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά καταστροφικός, γεμάτος αγωνία και πόνο.

Δεν ισχυρίζομαι ότι όλοι οι Χριστιανοί είναι... Άγιοι. Θέλουν όμως να γίνουν!! Δεν ισχυρίζομαι ότι οι Χριστιανοί δεν έχουν... ελατ­τώματα ή κακίες. Προσπαθούν όμως να τα αποβάλουν!! Πράγματα που δεν τα κάνουν οι «άλλοι», οι εχθροί της εκκλησίας. Δεν ισχυρίζο­μαι ότι δε γίνονται σκάνδαλα στο χώρο της εκκλησίας, αλλά και πού δε γίνονται; Δε γίνονται στα πολιτικά κόμματα; δε γίνονται στις εται­ρείες; δε γίνονται στις ποδοσφαιρικές ομάδες; στους συλλόγους; Παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι γίνονται και θα γίνονται τέτοια πράγματα. Αυτό όμως που ισχυρίζομαι είναι ότι οι εφημερίδες, η Τ.V., μιλούν μόνο για τα άσχημα της εκκλησίας που πολλές φορές τα εξογκώνουν και άλλες τόσες τα κατασκευάζουν από το τίποτα. Γιατί αυτή η άδικη συμπεριφορά; Γιατί επιμένουν συνειδητά σ' αυτή την μερική, άρα ψεύ­τικη εικόνα;

Υπάρχουν γεροντάδες που έχουν γίνει γνωστοί στα πέρατα του κό­σμου, στόμα με στόμα, χωρίς ποτέ κάποια εφημερίδα ν' ασχοληθεί μα­ζί τους ή να τους αναφέρει το ραδιόφωνο ή η τηλεόραση. Υπάρχουν γεροντάδες που για χάρη τους έρχονται άνθρωποι από την Αμερική, από την Αυστραλία, από τη Γερμανία, από όλα τα μέρη του κόσμου να τους δουν, να συζητήσουν, να βοηθηθούν. Υπάρχουν άνθρωποι χιλιά­δες, που διηγούνται τα θαύματα και τις ευεργεσίες, που οι ίδιοι προσωπικά απόλαυσαν απ' αυτούς, και με παρρησία διηγούνται τα περιστατι­κά με λεπτομέρειες, καταθέτοντας με ευγνωμοσύνη την προσωπική τους μαρτυρία.

Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι τέτοιοι γεροντάδες, τέτοιοι Άγιοι δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι η συνω­μοσία της σιωπής των ισχυρών αυτής της γης, γύρω από την Ορθοδο­ξία και τους Αγίους της διαλύεται σαν καπνός από τη δύναμη του Θεού. Πάντοτε έτσι γινόταν. Πάντοτε η εκκλησία επολεμείτο είτε φανε­ρά είτε ύπουλα. Πάντοτε η εκκλησία θριάμβευε στο τέλος. Έτσι συμ­βαίνει εδώ και 2.000 χρόνια. Έτσι θα συμβαίνει και στο μέλλον.

Γιατί έτσι προέγραψε τη θριαμβευτική πορεία της μέσα στους αιώνες, ο γλυκύτατος Θεάνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός. «επί ταύτη τη πέτρα, οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16, 18).

Άνθρωποι με ελαττώματα υπάρχουν στην κοινωνία, υπάρχουν και στην εκκλησία. Άνθρωποι καλοί υπάρχουν στην εκκλησία, αλλά υπάρ­χουν και στα πολιτικά κόμματα, και στις θρησκευτικές οργανώσεις, και στις ψεύτικες θρησκείες και φιλοσοφίες. Έχει όλος ο κόσμος καλούς ανθρώπους, και ευτυχώς που έχει, γιατί γίνονται παρηγοριά και βοήθεια για το περιβάλλον τους.

Όμως Αγίους δεν έχει πουθενά αλλού, παρά μόνο στην Ορθοδοξία.

Ένας τέτοιος γέροντας ήταν και ο πατήρ Πορφύριος. Τον γνώρισα, όταν ήταν ήδη πολύ γνωστός στον κόσμο και το όνομά του περιφερόταν από στόμα σε στόμα με πολύ σεβασμό. Ζούσε τα τελευταία χρόνια έξω από τη Μαλακάσα, μία ώρα περίπου από την Αθήνα. Έχτισε ένα μοναστήρι στο μέρος που ζούσε. Καθημερινά πήγαινε κόσμος να τον δει, με IX, με λεωφορεία, με τη συγκοινωνία. Μάλιστα το ΚΤΕΛ έκανε ειδική στάση, «του Γέροντα», από τους πολλούς που καθημερινά ζητούσαν να κατέβουν εκεί.

Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους και άκουσα από το στόμα τους τις θαυματουργικές ευεργεσίες που γνώρισαν με την ευχή του γέροντα. Κάποιος που είχε όγκο στο κεφάλι, δύο μέρες πριν πετάξει στην Αγγλία για την προγραμματισμένη εγχείρηση, πέρασε να πάρει την ευχή του γέροντα. Ο γέροντας τον σταύρωσε και του είπε να κάνει μία παράκληση στην Παναγία να του πάρει τον όγκο. Δύο μέρες αργότερα οι Άγγλοι γιατροί και ο γνωστός μου έπαθαν μεγάλη έκπληξη, όταν σε επανειλημμένες εξετάσεις δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τον όγκο· είχε εξαφανισθεί τελείως!!

Γύρισε χωρίς να γίνει η εγχείρηση και ζει φυσιολογικά τη ζωή του. Αυτό έγινε αφορμή να ξεκόψει τελείως από την Ινδουιστική φιλοσοφία-μαγεία και να γίνει ένας αληθινός και συνειδητός Χριστιανός.

Κάποιος άλλος είχε καρκίνο στο στήθος που εξαφανίστηκε, όταν του ευχήθηκε ο παππούλης και τον σταύρωσε στο στήθος. Ο άνθρωπος αυτός παραιτήθηκε από τη δουλειά του και αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του στην υπηρεσία του Χριστού, μια και ήταν ανύπαντρος χωρίς υποχρεώσεις.

Μια προσωπική μου φίλη έσπασε τον λαιμό της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Οι ακτινογραφίες έδειχναν θρυμματισμένα τα κόκκαλα του λαιμού και οι γιατροί είπαν ότι δε θα γίνει ποτέ καλά. Μετά από μερι­κούς μήνες, όταν ησύχασαν από τα τρεχάματα στα νοσοκομεία, είπαν να κάνουν μία επίσκεψη να πάρουν την ευχή του γέροντα. Ο γέροντας τη σταύρωσε και της είπε να βγάλει το κολλάρο που στήριζε το κεφάλι της!!! Πράγματι η κοπέλα έκανε καινούργιες ακτινογραφίες που τα έδει­χναν όλα εντάξει, προς μεγάλη έκπληξη των γιατρών, που κοίταζαν σαν χαζοί μια τις παλιές και μια τις καινούργιες ακτινογραφίες. Από εκείνη τη στιγμή έβγαλε και το κολλάρο.

Πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε και η κοπέλα είναι απολύτως εντάξει και δοξάζει το Θεό και τους Αγίους του.

Σε κάποιον άλλο φίλο μου έδωσε ακριβείς οδηγίες, για να πάει να ψάξει σε μια τοποθεσία έξω από το χωριό απ' όπου καταγόταν. Ο Γέροντας δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην περιοχή!! αλλά μιλούσε σαν να την έβλεπε μπροστά του. Του περιέγραφε τα βράχια, τα δένδρα, μέχρι να καταλάβει ακριβώς πού βρισκόταν το παλιό μο­ναστηράκι, χωμένο μέσα στη γη πια, ξεχασμένο απ' όλους στο χωριό.

Πράγματι πήγε ο φίλος μου και όλα βγήκαν, όπως τα είπε ο Γέρο­ντας.

Είχε πολλά χαρίσματα από το Θεό ο Γέροντας Πορφύριος και σί­γουρα, τώρα μετά το θάνατό του, πολλοί από αυτούς που ευεργετήθη­καν έγραψαν ή θα γράψουν τις ευεργεσίες που έλαβαν, προς δόξαν Θεού και των Αγίων του.

Με σεβασμό στη μνήμη του γέροντα καταθέτω και εγώ εδώ την προσωπική μου μαρτυρία, γιατί πονώ και αγανακτώ, όταν συκοφα­ντείται και διαστρεβλώνεται η ορθοδοξία, οι Άγιοι, και μέσα απ' αυτούς τελικά η αλήθεια και ο Θεός. Νοιώθω την ανάγκη να τα πω για τους καλοπροαίρετους ανθρώπους και προς χάριν της αλήθειας, που ζητούν μερικοί να τη θάψουν, γιατί δεν τους... βολεύει, γιατί ελέγχει την ζωή τους και τις πράξεις τους.

Μόλις είχα γυρίσει από την Ινδία. Είχα πάει στο Άγιον Όρος όπου καθόμουν για κάμποσους μήνες, φιλοξενούμενος στην καλύβα ενός ησυχαστού. Εκεί έμαθα ότι ο πατήρ Πορφύριος, που τόσα είχα ακούσει γι' αυτόν, είχε έρθει για να μείνει κάποιο διάστημα στο Άγιον Όρος, στη σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Αυτή η σκήτη είναι από τις πιο απομονωμένες του Όρους. Βρίσκεται σε μια απότομη πλαγιά του Άθω. Απότομα, μεγάλα βράχια και λιγοστά δέντρα που ξεφυτρώνουν αραιά και πού μέσα από το γρανίτη. Τα δένδρα είναι μεγάλα και εντυπωσιακά. Κάπου τριά­ντα σπιτάκια, σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο, τριγυρισμένα από τα μικρά κηπάκια, αντιμετωπίζουν συχνά όλα μαζί τον κίνδυνο από τις κατολισθήσεις. Κάθε τόσο ακούς κάποια πέτρα να κυλά. Καμιά φορά προξενούν και σοβαρές ζημιές στα κτίσματα. Ένα απότομο, τραχύ μονο­πάτι καταλήγει στην απότομη ακτή, όπου δύσκολα πιάνει το καράβι και μόνο, όταν έχει πολλή γαλήνη η θάλασσα.

Η ζωή εκεί πέρα είναι σκληρή. Οι άνθρωποι ζουν περιορισμένα. Δεν μπορεί κανείς να έχει πολλά πράγματα. Οι απαραίτητες μεταφο­ρές γίνονται με την πλάτη ή με κανένα μουλάρι, όταν πρόκειται για πολλά πράγματα. Είναι πολύ δύσκολο να ανέβεις το μονοπάτι, γι' αυτό και οι μοναχοί εκεί πέρα είναι σκληραγωγημένοι και ολιγαρκείς.

Χρειαζόμουν ένα ταξίδι δύο ημερών μέσα στο όρος, για να βρεθώ εκεί. Τα πόδια μου δηλαδή θα έβγαζαν φουσκάλες. Ήταν τόση η επι­θυμία μου να δω το Γέροντα Πορφύριο, που μόλις το έμαθα την ίδια στιγμή αποφάσισα να πάω να τον δω. Καταλάβαινα ότι θα ήταν κάτι σαν το δικό μου γέροντα, και ήθελα να δω την αγιότητα και σ' ένα άλλο πρόσωπο, να δω πώς θα ήταν: Με ποιο τρόπο ένα διαφορετικό πρόσωπο, ένας άλλος χαρακτήρας κουβαλά τον ίδιο Θεό μέσα του.

Ήμουν καλοσυνηθισμένος εκείνη την εποχή. Επειδή βρισκόμουν σε ανάγκη, (είχα ακόμη πνευματικές ενοχλήσεις από τους γκουρού και διά­φορα δαιμονικά σημεία μου συνέβαιναν), οι γεροντάδες πολύ συχνά μου κάνανε διάφορα πνευματικά δώρα, για να με γιατρέψουν, για να με στη­ρίξουν, για να με κάνουν να καταλάβω, να ζήσω τη διαφορά των δύο πνευματικών καταστάσεων. Να καταλάβω τί σημαίνει, ποια είναι η Χά­ρη του Θεού, το αυθεντικό πνευματικό γεγονός και να το ξεχωρίσω από τη δαιμονική ενέργεια. Να μην εξαπατώμαι πια από την απατηλή δαι­μονική ενέργεια, που μέχρι τότε την εκλάμβανα ως εκδήλωση ενεργειών ανωτέρων ανθρώπων (γκούρου) ή ακόμα και ως θεϊκή.

Διψούσα γι' αυτά τα πνευματικά δώρα και τα αναζητούσα παντού. Ήλπιζα υποσυνείδητα ότι και ο π. Πορφύριος κάτι θα μου δώριζε.

Ξεκίνησα λοιπόν το ταξίδι. Σ' όλο το δρόμο άκουγα από διάφορους, μοναχούς και λαϊκούς, ότι ο πατήρ Πορφύριος είναι άρρωστος και δε δέχεται να δει κανέναν. Πήγαν αρκετοί να τον δουν, αλλά δε τους δέ­χθηκε. Συνέχισα το ταξίδι μου, προσευχόμενος όσο μπορούσα, και κά­ποτε έφθασα στο κελλί που βρισκόταν ο γέροντας. Φώναξα και βγήκε ένας μελαχροινός μοναχός, γύρω στα τριάντα.

- Δεν μπορεί να σε δεχτεί ο παππούλης, μου λέει. Είναι πολύ άρρωστος.

Σχεδόν αμέσως βγήκε και ένας άλλος μοναχός, μεγαλύτερης ηλι­κίας, και λυπημένος μου είπε τα ίδια.

- Μόνο να πάρω την ευχή του, είπα.

Ενώ οι μοναχοί ευγενικά, αλλά σταθερά μου έκοβαν κάθε ελπίδα, ακούστηκε από μέσα ο π. Πορφύριος να φωνάζει να τον βοηθήσουν να βγει έξω. Πράγματι, σε λίγο φάνηκαν να κουβαλούν ένα γεροντάκι, που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του και φαινόταν να πονά πολύ σε κάθε κίνηση που έκανε.

Με το που είδα το γεροντάκι, λαχτάρησε η καρδιά μου, και με πλημμύρισε μια χαρά, πολύ μεγάλη και πολύ ειρηνική. Αδιαφόρησα για την καρέκλα που μου προσέφεραν και πήγα και κάθισα στο χώμα δίπλα στα πόδια του. Ένοιωθα πολλή χαρά να βρίσκομαι δίπλα του, αλλά ταυτόχρονα και πολύ ανάξιος γι' αυτό, και έτσι αναπαυόμουν να κάθομαι σαν σκυλάκι κοντά στα πόδια του.

Οι μοναχοί δεν ήθελαν να με βλέπουν έτσι ταπεινωμένο και επέμε­ναν να με τιμήσουν, βάζοντάς με να κάτσω απέναντι στο γέροντα σε μια ίδια καρέκλα, θα ένοιωθα πολύ άσχημα, αν είχα το θράσος να κά­τσω μπροστά στο γέροντα, αλλά αυτοί επέμεναν. Ο Γέροντας που με καταλάβαινε απολύτως, μ' έσωσε από τη δύσκολη θέση.

- Αφήστε τον εδώ που είναι καλά, είπε, και σταμάτησαν τα διάφο­ρα κοινωνικά.

Ήμουν τόσο χαρούμενος, τόσο ειρηνικός, τόσο ασφαλής, σαν να βρι­σκόμουν στην αγκαλιά του Θεού, και όντως ήμουν με τις ευχές και τη Χάρη του παππούλη.

Ένοιωθα ότι ο γέροντας μ' αγαπούσε πολύ και με αγκάλιαζε όχι σωματικά, αλλά πνευματικά. Ένοιωθα μια τεράστια πνευματική δύναμη που υπήρχε σ' αυτό το ετοιμόρροπο σώμα. Ένοιωθα μια ανεξάντλητη και άπειρη ζωή να πηγάζει από αυτό το ετοιμοθάνατο σώμα και να έρχεται προς εμένα και να αναζωογονεί την ετοιμοθάνατη ψυχή μου.

Αυτός έσφυζε από πραγματική ζωή και εγώ ήμουν σχεδόν πεθαμένος από πνευματική ασιτία. Με πότιζε και με τάιζε πνευματικά, και εγώ λάμβανα με ευγνωμοσύνη και χαρά. Αυτό που γινόταν μεταξύ μας το καταλαβαίναμε πολύ καλά και οι δυο μας και τα λόγια ήταν περιττά.

Συνέβαινε το οξύμωρο. Ο ετοιμοθάνατος σχεδόν γέρος να χαρίζει ζωή, βιολογική αλλά και πνευματική, στον 25χρονο νέο. Ο θάνατος του γέροντα έμοιαζε με απαλλαγή από το στραπατσαρισμένο σώμα και αρχή μιας πραγματικής, αληθινής, μεγάλης και αιώνιας ζωής, ενώ εγώ που είχα τόσες βιολογικές δυνάμεις, ήμουν τόσο απελπιστικά πνευματικά ετοιμοθάνατος και ποτιζόμουν και ανέθαλλα από τα δικά του νάματα.

Θυμάμαι ότι συζητήσαμε λίγο για την Ινδία. Μου είπε να προσέ­χω να μη με ξανακοροϊδέψει ο Διάβολος. Ήταν πολύ επικίνδυνα αυτά που πέρασα. Δεν χρειαζόντουσαν λόγια. Τον καταλάβαινα απ' αυτά που ζούσα στην παρουσία του. Λίγες προτάσεις ανταλλάξαμε, μα είχαν τόσο βάθος! Τον θυμάμαι με το μάλλινο σκουφάκι στο μεγάλο κεφάλι του, με το πρόσωπο να έχει μια έκφραση πόνου σωματικού, με το αδύναμο σώμα του να παραπαίει, τον θυμάμαι να κυριαρχεί, να βασιλεύει με ηρεμία, μεγαλοπρέπεια και απλότητα.

Η παρουσία του αποκάλυπτε το πραγματικό βάθος αυτού του κό­σμου και την πνευματική του διάσταση, αποδεικνύοντας την προσωρινό­τητα και τη φθαρτότητα της ύλης. Ήταν ένας πνευματικός βασιλιάς.

Εδώ δεν υπήρχαν ιδεολογικές συζητήσεις ή ορθολογιστικές αναλύ­σεις, εδώ δεν προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε ή να μαντέψουμε ή να συμπεράνουμε. Εδώ ζούσα το γεγονός της παρουσίας του πνευματικού κόσμου, εδώ ζούσα και συμμετείχα στην πνευματική διάσταση του κό­σμου. Δε μιλούσα για την χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν άκουγα για τη Χάρη του Χριστού. Τη ζούσα και χαιρόμουν.

- Θα προσεύχομαι για σένα και έλα να με ξαναδείς, μου είπε ο γέ­ροντας.
Πήρα την ευχή του χαρούμενος και λυπημένος μαζί, χαιρέτησα και έφυγα.

Άρχισα να ανηφορίζω το μονοπάτι και η χαρά μου μεγάλωνε. Όχι μόνον η ψυχή μου, αλλά και το σώμα μου είχε αναζωογονηθεί και είχα αποκτήσει τόση δύναμη που ανέβαινα σχεδόν τρέχοντας στο πολύ απότομο και δύσκολο μονοπάτι. Δεν ήμουν μόνος. Ήταν και ο γέροντας μαζί μου. Δεν τον αισθανόμουν δίπλα μου. Ήταν μέσα μου, ή μάλλον εγώ ήμουν μέσα του. Όλες τις επόμενες μέρες είχα «παρέα» μου το γέροντα και η «παρουσία» του γλύκαινε, ομόρφαινε, βάθαινε και ειρήνευε όλες τις στιγμές μου.

Όταν τον ξαναείδα μετά από μερικές μέρες, με ρώτησε.

- Ήμουν μαζί σου όλες αυτές τις μέρες, το καταλάβαινες;

Γεμάτος θαυμασμό απάντησα-

- Πώς δεν το καταλάβαινα, γέροντα; εννοώντας. πώς ήταν δυνατόν να μην το καταλαβαίνω; Ένα τόσο έντονο βίωμα! Ήταν πιο εύκολο να μην παρατηρήσω τον ήλιο παρά αυτό!!!... Κι όλα γινόντουσαν μ' έναν τόσο φυσικό τρόπο και όλα ήταν τόσο πολύ πάνω από το φυσικό επίπεδο...

Το γέροντα τον ξαναείδα μετά από ένα χρόνο, όταν υπηρετούσα φα­ντάρος πια στην Αθήνα. Πήγαινα στη Μαλακάσα και τον έβλεπα συ­χνά. Πολλές φορές ένοιωθα τη χάρη του, πριν ακόμα φτάσω στο μονα­στήρι του. Η ευχή του με σκέπαζε και με γλύκαινε. Άλλοτε ένοιωθα αυτή την υπέρλογη ειρήνη, όταν με σταύρωνε. Μ' ένα θαυμαστό, παράδοξο τρόπο όλες οι ανάγκες μου, ακόμα και οι υλικές λύνονταν με έναν πολύ εύκολο... τρόπο.

Για παράδειγμα, υπήρχε συγκοινωνία για να πάω στο μοναστήρι, όχι όμως και να γυρίσω. Κάθε φορά ήταν ένα πρόβλημα και κινδύνευα να φάω φυλακή στο στρατόπεδο. Πάντοτε βρισκόταν κάποιο αυτοκίνητο που θα μ' έπαιρνε από το δρόμο για την Αθήνα και πολλές φορές με πήγαιναν μέχρι το στρατόπεδο. Εγώ εμπιστευόμουν τον εαυτό μου στην ευχή του γέροντα και αυτός με φρόντιζε. Ήταν άρρωστος, ξαπλω­μένος και σχεδόν ακίνητος στο κρεβάτι του.

Μιλάω για έναν επαρχιακό δρόμο, άδειο από αυτοκίνητα, ιδίως όταν βράδιαζε την ώρα που έπρεπε να γυρίσω. Γινόντουσαν πολλά με το γέροντα που δεν είναι εύκολα περιγράψιμα.

Αυτά και πολλά άλλα που γίνονταν σχεδόν καθημερινά, που τα έχω ξεχάσει τώρα, τα έλεγα στον πνευματικό μου, στο Άγιον Όρος. Με άκουγε χωρίς να σχολιάζει. Μου λέει κάποια φορά:

- Αφού αγαπάς τόσο πολύ τον π. Πορφύριο, γιατί δεν του λες να σου κάνει καλά το πόδι σου;

Είχα πρόβλημα στο δεξί μου γόνατο. Παλιότερα είχα ασχοληθεί συ­στηματικά με το καράτε. Από μία κλωτσιά που είχα αρπάξει είχα απο­κτήσει πρόβλημα. Είχε χαλαρώσει γενικά το δέσιμο του γονάτου, είχε πρηστεί και μάζευε υγρό, ενώ ένοιωθα κάτω από την επιγονατίδα σαν να είχε μπει μια μικρή πέτρα που με τσιμπούσε και δυσκόλευε την κίνηση στο γόνατο. Με τις ασκήσεις και τις πορείες στο στρατό η κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Πήγαινα στο στρατιωτικό νοσοκομείο για εξετάσεις και ετοιμαζό­μουν για εγχείρηση. Μια που βρισκόμουν εκείνο το διάστημα στην Αθήνα, όπου είχε καλό νοσοκομείο, και θα έπαιρνα ένα μήνα αναρρωτική άδεια, είχα αποφασίσει να την κάνω την εγχείρηση. Συμφωνούσαν και οι γιατροί. Κάποια φορά λοιπόν που βρισκόμουν στον παππούλη, θυμήθηκα τα λόγια του πνευματικού μου.

- Γέροντα, μου είπε ο πνευματικός να μου κάνετε καλά το γόνατο.

- Ε... καλά... αφού το λέει ο πνευματικός.

Σήκωσε το αδύναμο χέρι του, καθώς ήταν ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι, έκανε το σημείο της ευλογίας και σταύρωσε το γόνατό μου. Αισθάνθηκα μια γλυκειά, ιλαρή δύναμη να χαϊδεύει και να πλημμυρί­ζει το γόνατο μέχρι το μεδούλι των οστών. Μια απορία και μια αναι­δής περιέργεια σφηνώθηκε στον νου μου. «Καλά, τί θα γίνουν τα μόρια του υγρού:... θα εξαφανισθούν; Πώς θα δράσει η ενέργεια του Θεού;» Αυτό το «επιστημονικό» ενδιαφέρον με έκανε να παρακολουθώ συνέχεια το γόνατό μου... Περπατούσα και το μυαλό μου ήταν στο γόνατο. Εκεί... Συζητούσα και το μυαλό μου ήταν στο γόνατο. Ήθελα να «πιάσω», να «ζήσω» τη στιγμή που θα ενεργούσε ο Θεός. Πέρασαν τρεις μέρες και το γόνατο δε γινόταν καλά... Άρχισα να έχω λογισμούς... Λες να μη γίνει τίποτα;... Άρχισα ν' αμφιβάλλω... Κάθε τόσο παρακο­λουθούσα το γόνατο. Τίποτα... Πονούσα... Το ενοχλητικό «πετραδάκι» ήταν εκεί. Κάποια στιγμή αγανάχτησα με τον εαυτό μου και τις αμφι­βολίες του και τον έβαλα μπροστά. «Άντε να χαθείς, χαμένε, που θέ­λεις και θαύματα. Είναι τα μούτρα σου για τέτοια πράγματα» και το ξέχασα το θέμα. Δεν ξανασχολήθηκα με το πόδι μου.

Θυμάμαι, το πρωί που ξύπνησα μέσα στο στρατιωτικό θάλαμο. Τε­ντώθηκα πάνω στο κρεβάτι. «Ρε συ», λέω στον εαυτό μου, «το πόδι έχει να σε ενοχλήσει πολύ καιρό». Κούνησα το πόδι μου και δεν κατάλαβα καμία ενόχληση. Σηκώθηκα και άρχισα να πηδώ επί τόπου. «Κανονι­κά» το πόδι μου θα με ενοχλούσε μετά από δύο-τρία πηδηματάκια. Τίποτα, καμία ενόχληση. Βγήκα έξω στην αυλή του στρατοπέδου και έτρεξα ένα «εκατοστάρι»... Τίποτα καμία ενόχληση... Μια χαρά με πλημμύρισε και δάκρυα ευγνωμοσύνης ανέβηκαν στα μάτια μου... Ώ­στε ο Θεός με θεράπευσε, τότε που έπαψα να πιστεύω ότι θα γίνω κα­λά... έτσι για να καταλάβω ότι ήταν «Θεού το δώρο» και όχι γέννημα της δικής μου πίστης, όπως θα έλεγαν οι Γιόγκι!... Άρχισα να προσέ­χω το πόδι μου τις επόμενες μέρες. Καμία ενόχληση. Πέρασαν πολλές μέρες. Καμία ενόχληση. Είχα γίνει καλά!!! Χωρίς εγχείρηση, χωρίς θόρυβο... στα κρυφά. Ιεροκρυφίως... όπως ενεργεί η Θεία Χάρις.

Δεν είχα αντιληφθεί τίποτα το περίεργο, καμία αλλαγή... όμως ήταν γεγονός. Ήμουν καλά.

Έχουν περάσει χρόνια από τότε και το πόδι μου ποτέ δε με ενό­χλησε. Η προγραμματισμένη εγχείρηση δεν έγινε ποτέ. Θα κουβαλάω πάνω στο σώμα μου μέχρι το θάνατό μου τη ζωντανή μαρτυρία ότι ο πατήρ Πορφύριος ήταν ένας Χαρισματούχος γέροντας, θα χαϊδεύω το γόνατό μου σε στιγμές ολιγοπιστίας και θα θυμάμαι την παντοδυναμία και τη γλυκύτατη ευσπλαγχνία του Θεού και των Αγίων του.

Έτσι η σωματική αυτή ευεργεσία θα μου γίνει πνευματικό στήριγ­μα και σεβάσμιο ενθύμιο από ένα σύγχρονο Άγιο της ορθόδοξης εκκλησίας μας. Πιστεύω ότι ο π. Πορφύριος θα με θυμάται και μένα καθώς θα πρεσβεύει στον Κύριο για τα πνευματικά του τέκνα. Ποτέ δεν υπήρξε πνευματικός μου ή γέροντάς μου, αν και με στήριξε κάποια πε­ρίοδο, αν και μου πρότεινε κάποτε να μείνω κοντά του. (Είχα όμως το γέροντά μου στο Άγιον Όρος και ήθελα να πάω κοντά του). Όμως τον αγάπησα και τον αισθάνομαι σαν πολύ αγαπητό μου πρόσωπο.

Είναι και ο δικός μου πατέρας, που δε θα με «παρίδη», όταν του ζη­τήσω βοήθεια και ας μην έχω το «δικαίωμα» όπως τ' άλλα πνευματι­κά του παιδιά.

Από το βιβλίο: Διονύσιος Φαρασιώτης, Οι Γκουρού, ο Νέος και ο Γέροντας Παΐσιος




<>











Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com